Παρασκευή 5 Νοεμβρίου 2010

Με το ψαλίδι στο χέρι, εις το επανιδείν...

Θα ήταν εξαιρετικά αχάριστο από μέρους μου να το λήξω έτσι. Σκεφτόμουν κάτι του τύπου «αν αργήσω φάτε», όχι πολύ συναισθηματικό, κομματάκι βάρβαρο γιατί δεν μου πάνε και οι αποχωρισμοί {δεν βλέπεις χάλι; Από το Μάιο το σουρντίζω το «έχε γεια» και δεν μου βγαίνει…}.

Για να ‘μαι ειλικρινής δεν θέλω να το αφήσω το «ραφείο».

Το άνοιξα σε μια περίοδο που όλα ήταν σκατά – με το συμπάθειο -, δεν εκινείτο φύλλο {μέσα – έξω} και η φυσική τάση των πραγμάτων {και η δικιά μου} πήγαινε για του παπά το κουτάλι.
Πέρασα τόσο καλά, που να πάρει ο διάολος, που σχεδόν ανατριχιάζω, όταν θυμάμαι τον εαυτό μου να κλαίει μέχρι χαλασμού ή να κρατάει κοιλιές από τα γέλια, άγριο χάραμα ή μαύρα μεσάνυχτα. Οι καλύτερες ώρες γι’ αυτές τις δουλειές. Κι ύστερα «γνώρισα» τόσο κόσμο, τόσους καλούς και παράξενους ανθρώπους. Και γνώρισα και τρεις που ακόμη το λέω – και θα το λέω μέχρι το τέλος – ότι αν είχα λίγη τύχη θα τους γνώριζα 10 χρόνια πίσω, τουλάχιστον.
Και μετά όλες αυτές οι γνώμες, τα σχόλια {μακρόθεν}, οι καφέδες, οι μεζέδες {από κοντά}, το βρισίδι, οι διαφωνίες {πάλι μακρόθεν} και όλα αυτά τα καλά λόγια που ακόμη και τώρα αμφιβάλλω, αν τ’ άξιζα… Κι όλα αυτά τα μέιλς {82 τον αριθμό παρακαλώ!}, άλλα παραπονιάρικα {«γιατί σταμάτησες; Γύρνα πίσω!»}, άλλα βρισιάρικα {«είσαι μια κότα και μισή που φοβάται ακόμη και για καφέ να πάει χωρίς ψευδώνυμο!!!»}, άλλα ανήσυχα {«ζεις; Σου συνέβη κάτι; Ρε συ, γράψε μια λέξη…»}. Και κάποια ξεκαρδιστικά κακοήθη {«Το αφεντικό σου ξέρει τι κάνεις τα βράδια;»}.

Τι έλεγα; Α, ότι δεν θέλω να το αφήσω το ραφείο. Αλλά με «αφήνει» αυτό. Δεν το καταλαβαίνεις πως γίνεται. Πρώτα, σε πιάνει άρνηση {πολύ βρισίδι για το τίποτα, συσσωρευμένος θυμός και κακοήθεια στα σχόλια, περίεργες καταστάσεις}, μετά μια τάση υποχρέωσης, κυρίως σε όσους δημοσιοσχεσίτικα είδαν το όλο θέμα με το blogging και πιο μετά τσαντίλα. {Που δεν μπορείς – για πολλούς και διάφορους λόγους - να βγεις φόρα παρτίδα και να βριστείς, να συγκρουστείς, να το ‘φχαριστηθείς και μετά να πας να κοιμηθείς. Ήσυχος…}.
Και μετά είναι και η ημι-ανεργία. Που σου τρώει χρόνο περισσότερο απ' ότι μια φουλ εργασία. {Που έτσι που τα 'κανε ο Ζορζ, ποτέ δεν θα την ξαναδούμε όπως την ξέραμε. Με ΙΚΑ, δώρα Χριστουγέννων, επιδόματα, κουλουπού...}.

Όσο για τα του Τύπου; Δεν υπάρχει λόγος να συζητά ή να γράφει κανείς γι’ αυτά, ανωνύμως, πλέον. Αστείες καταστάσεις, από αστείους ανθρώπους. Όσο τις σκαλίζεις τόσο βρωμάνε. Πλέον, βρωμάνε και διαδικτυακά. Και το κέρδος γίνεται χασούρα, ανακατεμένη με το άλλοθι της… αυτορρύθμισης. My ass!
Τέλος πάντων, με πονεί που το «κλειδώνω» το μαγαζί, ειλικρινώς. Γιατί ο «κοπτοράπτης» μ’ έβγαλε στον αφρό την ώρα που με κατάπινε το Αιγαίον πέλαγος. Μου συντόνιζε το τικ –τακ την ώρα που πίστευα ότι εντός είχαν «ξεραθεί» τα πάντα. Όχι κι άσχημα δηλαδή, για μεταχειρισμένο μηχάνημα με προβληματικά λάστιχα και ψιλοτσακισμένους κλώνους… Κι ύστερα, δεν έχω παράπονο, το ‘κανε το θαύμα του: έχωσε τη γαζώτρια τσόντα σε ένα βιβλίο ρεφενέ, βοήθησε στην πτυχιακή δύο κοριτσιών, ε, έβγαλε και πέντε ειδήσεις για τα ΜΜΕ και δημιούργησε κι αγάπες. Πολλές. {Τις αντιπάθειες, με το μπαρδόν, τις «γράφω» κανονικά. Είναι μετρημένες, τις ξέρω και με ξέρουν και κακό της κεφαλής τους…}. Καθόλου κακά, για μηχάνημα ραφείου που δεν το ‘δε ποτέ μάστορης.
Κι ύστερα ήρθε το φετινό καλοκαίρι… Μύλος. Από παντού. Ήτο δε καλοκαίρι… γνωριμιών. Βάλαμε και στην τσέπη μας, που λέει ο λόγος. Από καναλάρχες και εκδότες {σοβαρούς κι ασόβαρους, παρατρεχάμενους πλουσίων και φτωχοδιαβόλους παπατζήδες}, μέχρι επαγγελματίες συνδικαλιστές με εμπειρία στα λουκέτα και τις απολύσεις. Στο ενδιάμεσο – και από στραβωμάρα της τύχης – πετύχαμε και κάτι μυστήρια παιδιά, λίγο τζαναμπέτικα και ξινά σαν κι εμάς, αλλά κατά βάθος…βούτυρα Κερκύρας. Αλλά και κάτι χαμένα κορμιά για πνίξιμο στα ρηχά και πάει λέγοντας. Ό,τι παθαίνει όλος ο κόσμος, δηλαδή. Χάσαμε και ένα φίλο – έχει να κάνει και με το πώς τη βλέπεις τη φιλία, αλλά αυτό αργήσαμε να το καταλάβουμε – κερδίσαμε λίγα ξενύχτια παραπάνω {δια λόγους υγείας} και φρίξαμε στην εκπνοή του Αυγούστου, όταν είδαμε ότι δεν πήγαμε διακοπές για να δουλέψουμε και πάλι μία δεν έχουμε {όποιος θέλει την πατέντα γι’ αυτό το πράμα τη χαρίζουμε}…
Δεν το ζορίζω άλλο, διότι είπαμε γουρούνα μεν, αλλά είναι να μην ανοίξει η βρύση: σας ευχαριστώ όλους {ΟΛΟΥΣ, ΟΜΩΣ} πολύ! Πάρα πολύ. Γι’ αυτά τα 3 - και κάτι- γεμάτα χρονια. Τόσο, που δεν υπάρχουν λόγια. Λύκε, Swell, Mediator, Σταυριάννα ήταν να μη βρεθούμε. Άπαξ και βρεθήκαμε, βρεθήκαμε.
Και προς Θεού, το μαγαζί «κλειδώνει». Όχι το πληκτρολόγιο. Κάπου εδώ θα είμαι, θα (σας) βλέπω και θα με «βλέπετε». Και κάποια στιγμή, σίγουρα πράματα, θα «ξαναβρεθούμε». Με το ψαλίδι στο χέρι…