Πέμπτη 20 Οκτωβρίου 2011

Το σύννεφο δεν τρώγεται, κύριε Ξανθούλη...

Όχι ότι αφορά κανέναν, αλλά από τα πρώτα πράγματα (τραγουδάκια, βιβλία και λοιπά τζάτζαλα δι’ ανηλίκους) που «ενέκρινε» η... γονική συναίνεση στο σπίτι ήταν μία κασέτα παιδικού θεάτρου.

«Ανέβα στη στέγη να φάμε το σύννεφο», έγραφε απ’ έξω η κασέτα που πολύ ταλαιπώρησε τα αυτιά του μακαρίτη του μπαμπά, αφού όταν είσαι τριών και μαθαίνεις για κάποια Αννούλα που επαναστάτησε κι ανέβηκε στις στέγες τραγουδώντας, κάνεις χαρές που στο κασετόφωνο (τι μηχάνημα κι αυτό) υπάρχει το πλήκτρο rewind.

Κάπως έτσι, απ’ την ροζ γουρουνί πόρτα του παιδικού τότε δωματίου μπουκάρισε ο κ. Ξανθούλης στη ζωή μου και άθελα του – που να το ξέρει ο άνθρωπος – δεν μ’ εγκατέλειψε ποτέ.

Η πόρτα από γουρουνί ήρθε κι έγινε χακί (στην εφηβεία), κόκκινη (στα ταραχώδη πανεπιστημιακά έτη), μπλε ρουά (ίσαμε τώρα) κι από εκεί μέσα πέρασαν στα ενδότερα ο Μεγάλος Θανατικός, το Πεθαμένο Λικέρ, ο Χάρτινος Σεπτέμβρης, η Εποχή των Καφέδων, ο Τούρκος στον Κήπο, ο Θείος Τάκης.

Κάτι η (ψιλο)κοινή καταγωγή, κάτι η τουρκική γλώσσα που χτυπούσε αυτιά και ουρανίσκο από τότε που θυμάμαι την πρώτη μου αντανάκλαση σε καθρέφτη, λόγω της οικογενειακής «σκούφιας», κάτι κάποια γεγονότα που «κούμπωναν» με το οικογενειακό και προσωπικό προφίλ και τα λοιπά χούγια και ο κ. Ξανθούλης βρισκόταν πάντα πάνω από ντάνες με βιβλία, εφημερίδες και χαρτομάνι.

Με του Φιδιού το Γάλα συνέπεσαν διάφορες προσωπικές νίκες και ήττες, ήρθα κι έκλαψα κι έσκασα απ’ το κακό μου στην τελευταία σελίδα, ήρθα και μεγάλωσα και μουλάρεψα (και μυαλό δεν έβαλα), αλλά στάθερα έστηνα αυτί παλιότερα στον ΣΚΑΪ για να ξεγελάω τις ώρες που ο κόσμος ξεκουραζόταν κι εγώ πάλευα με "ψαλίδες", "ψαλιδοχέρηδες", "ψαλιδόκωλους" και "ψαλιδισμένους" μισθούς.

Στο «τσακ» έτυχε κάποια στιγμή να τον γνωρίσω κιόλας, αφού από το Μέσο, στο οποίο εργαζόμουν, ζητούσαν συνέντευξη του। Το Μέσο έκλεισε, το ραντεβού πάλι δεν «έκλεισε» ποτέ και μετά τρεχάλα και των γονέων, αλλά πάντα από κοντά στα "καινούρια" του: την εκδικητική Σιλάνα του,τη δεσποινίδα Πελαγία και πάει λέγοντας...

Μέχρι χθες. Που ποιος ξέρει ποιος διάβολος έστειλε την κουβέντα μας στα Σεπτεμβριανά. Και βρήκα να θυμηθώ μια ανατριχιαστική περιγραφή από τον «Θείο Τάκη». Και είδα το μάτι της Ντέμυς (φίλης... εξ αίματος) να γυρίζει επικίνδυνα (παραλίγο να φανεί το άσπρο, λέμε!).

«Μη με συγχύζεις, να χαρείς! Αγάπα τον, αλλά μόνη σου. Που πήγε και μου ‘γραψε “Επιτέλους, φτωχοί!” και αναρωτιέμαι που πραγματικά τοποθετεί εαυτόν πολιτικώς!».

Φαρμάκωθηκα η γκρούπι, αλλά το συγκεκριμένο άρθρο – αν και δημοσιεύθηκε το 2009 στην «Ελευθεροτυπία» - δεν το είχα δει. Το ‘ψαξα, το βρήκα, ανακάλυψα ότι έχει γίνει πολύ της... μόδας εσχάτως, λόγω κρίσης, έψησα τον 10ο καφέ της ημέρας και στρώθηκα να δω τι είχε «τσιγκλήσει» τόσο άγρια τη δικηγοράρα μου.


«...Να ξαναγίνουμε φτωχοί. Οπως ήμασταν πάντα. Οπως οι ήρωες των παλιών αναγνωστικών που οι γιαγιάδες έμοιαζαν με γιαγιάδες κι όχι με συνταξιούχες πόρνες. Οπου οι μπαμπάδες επέστρεφαν το μεσημέρι για να καθήσει ΟΛΗ η ελληνική οικογένεια στο τραπέζι και να φάει το σεμνό φαγητό -όσπρια πεντανόστιμα και ζαρζαβατικά με μαύρο ψωμί μοσχοβολιστό- ενώ η γάτα και ο σκύλος περίμεναν στωικά να 'ρθει η σειρά τους... Να ξαναγίνουμε φτωχοί όπως ήμασταν πριν σαράντα και πενήντα χρόνια. Τότε που ονειρευόμασταν εν μέσω γκρι, μπλε και μπεζ χρωμάτων, τότε που καμιά Ελληνίδα δεν φιλοδοξούσε να γίνει ψευδοξανθιά, τότε που η λάσπη κολλούσε συμπαθητικά στα παπούτσια μας και οι αυθεντικοί ζήτουλες βρίσκονταν έξω απ' τις εκκλησιές περιμένοντας το τέλος της λειτουργίας και του μνημόσυνου. Να ξαναγίνουμε φτωχοί πλην τίμιοι, χωρίς κινδύνους να ξεστρατίσουν οι αρχιμανδρίτες προς την ψηφιακή παιδοφιλία. Να βρούμε ξανά τις σωστές μας κλίμακες χωρίς αγωνία παρκαρίσματος και παχυσαρκίας. Να ξαναβρούμε τη γεύση του «μπατιρόσπορου», των ελαχιστοποιημένων αναγκών, να ανακαλύψουμε εκ νέου τον ποδαρόδρομο και το συγκινητικό μοντέλο της «γυναίκας της Πίνδου». Μόνο με τέτοιες ηρωικές διαδρομές ενδεχομένως να ακυρώσουμε το κόμπλεξ μας έναντι του Μπραντ Πιτ και της Ναόμι Κάμπελ. Να ξαναβρούμε -γιατί όχι- και τους παλιούς καλούς εχθρούς (κυρίως από τα βόρεια) που σήμερα τους έχουμε σκλάβους στα παβιγιόν μας. Να ξετρελαθούμε από την επικοινωνιακή μας υστερία με τα σιχαμένα κινητά τηλέφωνα που κατάργησαν κάθε έννοια ιδιωτικής ζωής. Να σκάψουμε στις αυλές -όσοι έχουν αυλές- και να κάνουμε παραδοσιακούς ασβεστόλακκους για να ασπρίζουμε τα δέντρα έτσι για καλαισθησία και υγεία. Να βρούμε πάλι τη σημασία του χώματος καταργώντας το καυσαέριο του επάρατου τρέχοντος πολιτισμού. Να εφεύρουμε τις παλιές νοσοκόμες που σέρνονταν από σπίτι σε σπίτι ρίχνοντας ενέσεις πενικιλίνης στα οπίσθια ολόκληρου του Εθνους. Να προσδιορίσουμε ξανά την ντροπή και τον «σεβασμό» προσέχοντας το βλακώδες λεξιλόγιο των τέκνων μας. Επιτέλους, όποιο τέρας βρίζει ή χρησιμοποιεί την πάνδημη και πολυμορφική λέξη «ΜΑΛΑΚΑΣ» πάνω από εκατό φορές την ημέρα να το μπουκώνουμε με «κόκκινο πιπέρι εξόχως καυτερό», όπως τον καιρό της εξαίρετης φτώχειας μας. Να μάθουμε να χρησιμοποιούμε τα κουλά μας χέρια σε δουλειές που σήμερα δίνουμε του κόσμου τα λεφτά, όπως μεταποίηση ρούχων, αλλαγές γιακάδων στα πουκάμισα, καρικώματα στις κάλτσες, υδραυλικές και σχετικές εργασίες. Να απαγορευτεί διά ροπάλου το γκαζόν που για μας τους πρώην φτωχούς δεν σημαίνει απολύτως τίποτα. Στη θέση του να φυτευτούν λαχανικά ή και οπωροφόρα για να μην καλοσυνηθίζουμε την κάστα των μανάβηδων. Κάποτε ο μαϊντανός, τα κρεμμύδια και τα σκόρδα ήταν τα βασικά καλλωπιστικά των κήπων μας. Να επανακτήσουμε το κύρος μας, χρησιμοποιώντας βοϊδόπουτσες, βέργες κι ό,τι τέλος πάντων απαιτούσε ο βασικός σωφρονιστικός κώδικας τα χρόνια της περήφανης ανέχειας.
Σταματήστε τις ψυχολογίες και τις παραφιλολογίες για τα «τραύματα» των παιδιών.
Μόνο λύσεις γήινες και πρακτικές -χωρίς ενστάσεις από τον Ρομπέν της ευαισθησίας, τον ΣΥΡΙΖΑ- θα αποκαταστήσουν την τρέλα και το χάος που υπαινίσσονται οι στατιστικές.
Να θυμηθούν οι Νεοέλληνες πως προέρχονται απ' τον Μεγαλέξανδρο, από τον Μιλτιάδη, τον Αριστείδη και προφανώς απ' τον... Αλκιβιάδη, πράγμα που σημαίνει ότι μπορούν να βάλουν σε ενέργεια τον «δίκαιο θυμό» αν συμπέσουν με ληστές τραπεζών, περιπτέρων, σούπερ μάρκετ και κοσμηματοπωλείων. Κανένας δισταγμός. Τα παλιά χρόνια για ψύλλου πήδημα σε μπαγλάρωναν. Θυμήσου και κόψ' τους τα χέρια ή και τα αχαμνά. Επιτέλους ας σταματήσουμε την ευρωπαϊκή μας ψυχοπάθεια. ΠΟΤΕ κανένας Ελληνας δεν έγινε σωστός Ευρωπαίος. Ούτε καν ο Αβραμόπουλος ούτε καν ο Σημίτης και άλλοι τέτοιοι που μου διαφεύγουν. Απ' τον καιρό που σταματήσαμε να θυμώνουμε σωστά, την πατήσαμε. Σταματήστε το «ντόπινγκ» με το τσουλαριό των λαϊκών ασματομουλάρων. ΠΟΣΟΥΣ ΠΙΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΣΤΕΣ ΧΩΡΑ Η ΕΛΛΑΣ, κύριοι καναλάρχες της πλάκας; Δεν είναι καιρός να ξεβρωμίσει ο τόπος απ' τους εκφραστές του τραγουδιστικού Κάμα Σούτρα; ΠΟΙΟΣ θα μαζέψει τις ελιές στα περιβόλια όταν ο κάθε πικραμένος ονειρεύεται να γίνει αφίσα στη Συγγρού; ΠΟΙΟΣ θα καθαρίσει τη Συγγρού απ' το αίσχος της καψουρικής ταπετσαρίας, κύριοι δήμαρχοι; Οι τραβεστί; Οι καημένες οι τραβεστί έχουν άλλες υποχρεώσεις...
Μη φοβάστε τη φτώχεια. Η πατρίδα μας είναι ευλογημένη έστω κι αν δεν παράγει λαμαρίνες αυτοκινήτων ή καλής ποιότητας νάρκες και όπλα για τους τριτοκοσμικούς.
Θυμηθείτε την ευλογία του ελαιόλαδου, της κορινθιακής σταφίδας, του χαλβά Φαρσάλων, των εσπεριδοειδών, της σαρδέλας και των λατρεμένων ραδικιών. Λάδι, χόρτα, ελίτσες, λίγο τυρί και ψωμί ζεστό, να φρεσκάρουμε στο μνημονικό μας το παλιό αναγνωστικό του Δημοτικού. Το ξέρω πως είναι ζόρι να κόψουμε το σούσι απότομα, όμως ήρθε ο καιρός να αναβιώσουμε την όπερα της πεντάρας, της δεκάρας και των άλλων χρηστικών μας αξεσουάρ. Μια δοκιμή νομίζω πως θα μας πείσει, τώρα μάλιστα που ξεκινά και το Τριώδιο. ΖΗΤΩ Η ΕΛΛΑΣ και ο θεός των μικρών πραγμάτων μαζί μας».


Peki, κύριε Ξανθούλη μου. Ok, για να αφήσουμε κατά μέρους την τουρκικήν. Να γυρίσουμε 50 χρόνια πίσω, λοιπόν. Λάσπη στα συμπαθητικά παπούτσια; Λάσπη. Ασβέστη στα δέντρα; Ασβέστη.

Αλλά, με όλο τον σεβασμό... «βέργες»; «Βασικός σωφρονιστικός κώδικας»; «Καλοσυνηθισμένη κάστα μανάβηδων»; «Κόψ’ τους τα χέρια ή και τ’ αχαμνά»;


Σε ποιον να συστήσω να αγαπήσει τη φτώχεια; Στους συγγενείς που ξεριζώθηκαν οι μισοί το ’55 και οι άλλοι μισοί το ’64 από την Πόλη; Που εκεί τους λέγανε «γκιαούρηδες», εδώ «Τουρκόσπορους» και δουλέψανε σαν τα σκυλιά και εδώ κι εκεί για να ‘ρθει στη δική τους την κασίδα ο Γιωργάκης να κάμει την κομμώτρια;

Ή μήπως στους φίλους; Που στα 30κάτι μας όλοι μαζί θα κάψουμε προϋπηρεσίες και διδακτορικά και θα γελάμε σαν τις τρελές του Σαγιώ, κάθε που μας σκάνε οι έκτακτες εισφορές και τα φιρμάνια της Εφορίας;

Ή σ’ όλους όσοι – κι είναι αμέτρητοι – πληρώνουν, όχι μόνο χωρίς να φταίνε, αλλά πίστεψαν στο καλύτερο και τώρα εισπράττουν ρόχαλα αμπαλαρισμένα ως κυβερνητική διάτα; Αφήνω κατά μέρους όσους μεγαλώσαμε πεπεισμένοιμε ότι η δουλειά μας πάει μπροστά, είναι προκοπή, είναι μέλλον, μέλλον που χτίζεται με ιδέες και πράξεις για 100 χρόνια μπροστά κι όχι για 50 πίσω. Για να μην αναφέρω τον τρόπο με τον οποίο μας στούμπωσαν στη χρονοκάψουλα κι αλλάξαμε τη ζωή μας σε μια νύχτα. Για ‘μας μιλάω: που ούτε μαζί τα φάγαμε ούτε χώρια, μόνο δουλεύαμε σαν τα βόδια και είχαμε και το θράσος να αγαπάμε τη δουλειά μας.

Και πολύ ευχαρίστως να ξανανέβουμε στη στέγη, κύριε Ξανθούλη. Μόνο που τώρα δεν θα ‘ναι για να φάμε το σύννεφο. Θα ‘ναι γιατί κάποιοι από εμάς αναμετριούνται σοβαρά με τη δυστυχία. Όχι τη συννεφένια. Την κανονική, τη βάρβαρη, την απλήρωτη, αυτή που σε κλωτσάει στον κώλο και σου λέει ότι δεν ανήκεις εδώ. Για την ακρίβεια δεν ανήκεις πουθενά, γι’ αυτό πέσε.

ΥΓ1: Θέλω να πιστεύω ότι το 2009 ούτε ο ίδιος φανταζόταν το μέγεθος της παρακμής, όταν έγραφε.Αυτά που έγραφε.

ΥΓ2: Ντεμούλα, τα κατάφερες. Πύραυλο μ’ έκανες. Γι’ αυτό σ’ αγαπώ, χώρια όλα τ’ άλλα.

ΥΓ3: Πάντως, για τα των «λαϊκών ασματομουλάρων», των δημαρχαίων, της κορινθιακής σταφίδας και του λεξιλογιακού απόπατου των πιτσιρικίων, συμφωνώ.

ΥΓ4: Πόσο μακριά είμαστε από τον... πάγκο του χασάπη; Το πρωί κάηκε η Αθήνα και το βράδυ πανηγύρια που κέρδισε ο Ολυμπιακός τη Γερμανία. Όλα καλά!


Τετάρτη 5 Οκτωβρίου 2011

Τα κλοπιμαία

Σε γενικές γραμμές δεν είμαστε κλαψιάρα οικογένεια. Πράγμα που σημαίνει ότι όταν υπάρχουν υγρά πρόσωπα στο σπίτι ή η «βάρκα» ψιλομπάζει ή κάτι έχει χτυπήσει ευαίσθητη χορδή.

Η δε μαμά δεν είναι αυτό που λέμε παραδοσιακή ελληνίδα μάνα, καθότι ελληνίς είναι κατά το ήμισι, το διαφορετικό και το απ’ αλλού φερμένο που έλεγε κι ο ποιητής.

Δεν ήταν ποτέ επιπολαίως τρυφερή, δεν ήταν ποτέ του ακκισμού και της φανφάρας, κι ως πιτσιρίκι – γιατί δεν ήμουν και το αγγελούδι της πλάσεως – έχω μαζέψει πολύ σφαλιάρα και τράβηγμα κοτσιδιού, όχι αδίκως, οφείλω να αναγνωρίσω (και να προσθέσω ότι αν με είχα εγώ παιδί θα με καρύδωνα).

Όταν οι άλλες μαμάδες μετρούσαν με αγωνία τον πυρετό, η δικιά μου τραβούσε κουβέρτες, πετούσε μαξιλάρια και γρίλιζε: «Σήκω, τεμπέλα! Τίποτα δεν έχεις! Κανόνισε να μου γίνεις δειλή και ψοφίμι».

Σήμερα, λοιπόν, όταν επέστρεψε από τα πρωινά ψώνια με μάτι ζουμιασμένο και χείλη δαγκωμένα, τα χρειάστηκα. Όταν μάλιστα όρμησε καταπάνω μου με χάδια και φιλιά, το μάτι μου έφερνε βόλτα τον χώρο (που είναι το πιεσόμετρο; Τα χάπια της καρδιάς είναι στη θέση τους; Να προλάβω...).

Με το τσιγκέλι κατάλαβα ότι η νταρντάνα του σπιτιού και της καρδιάς μου, που λίγα της λες και πολλά βουτάει, κάπου είχε σκαλώσει αγρίως, που δεν το συνηθίζει, έχουν δει πολλά τα μάτια της κι η πλάτη της έχει σηκώσει άλλα τόσα.

Στο σούπερ (μάρκετ), μπροστά της προπορευόταν κοπέλα με παιδάκια δύο, γάλατα τέσσερα και λίγες κονσέρβες. Η ουρά καθυστερεί, η ταμίας κάτι λέει πνιχτά, καταφθάνει ο προϊστάμενος και από το καπαρτινάκι της κοπέλας ξεμπουκάρουν άλλο ένα μπουκάλι γάλα και μια σακούλα κουλουράκια.

Αυτό ήταν. Τη δικιά μου την έχουν πάρει τα ζουμιά, παρακαλάει (ποιος; Η μάνα μου!) να πληρώσει εκείνη τα «κλοπιμαία», να αφήσουν την κοπέλα με τα μωρά να φύγει, να, να, να... Μύλος.

Την είχα καμιά ώρα στον καναπέ βουβή και μετά σε έξαλλη κατάσταση να κάνει δουλειές, μουρμουρίζοντας σε γλώσσες τρεις (αυτό είναι κακό σημάδι), και μετά πάλι στον καναπέ με το μάτι απλανές στις γραμμές του τρένου.

Την προηγούμενη εβδομάδα μαζί ήμασταν στον χασάπη, όταν συγκεκαλυμμένα ατάραχος μας ενημέρωνε ότι η κόρη της τάδε, με μωρό της αγκαλιάς, φούνταρε απ’ τον 6ο, εννιά μήνες άνεργη.

Και το Σάββατο, πάλι μαζί, πετύχαμε το άλλοτε ένοικο του διπλανού διαμερίσματος, βουτηγμένο στον κάδο της γειτονιάς να ψάχνει.

Και προχθές, όταν της διάβαζα για τις όψιμες ευαισθησίες των κωλάδικων της τηλεόρασης να μη μεταδίδουν ειδήσεις αυτοκτονίας, με είχε κοιτάξει σα να της μίλαγα κινέζικα.

«Γιατί;;;»

«Για να μην πανικοβληθεί ο κόσμος, λένε»

«Κάνεις μαλακισμένο επάγγελμα, παιδί μου», μου είπε, και μετά το ίδιο βλοσυρά επανόρθωσε: «Γράψε λάθος. Οι συνάδελφοι σου είναι μαλάκες. Πολύ».

Αυτό ήταν. Ούτε «μα», ούτε «μου», ούτε αναλύσεις.

Και σήμερα, ζουμιά. Θέλω πολύ να πιστέψω ότι η Κλαίρη μεγαλώνει – δεν μ’ αρέσει το «γερνάει» - και γίνεται ευσυγκίνητη.

Όμως, το ξέρω ότι δεν είναι αυτό.

ΥΓ1: Προφανώς έλειψα πολύ καιρό και κάποια... επεισόδια του εγχώριου blogging τα έχασα. Πιάνω τον εαυτό μου να «τσεκουρώνει» σχόλια, ακόμη και ανθρώπων που γνωρίζω. Έχετε σαλτάρει; Ποιος σας είπε ότι λύνω προβλήματα μεταξύ τρίτων; Ή ότι μπορείτε να φτύνετε όπου γουστάρετε επειδή 10 αλήτες έχουν κάνει το διαδίκτυο χαλάκι για να σκουπίζουν τα πόδια και τον πισινό του σκύλου τους μαζί; Είπαμε έκλεισε για λίγο το μαγαζί, αλλά όχι κι έτσι... Ωστόσο, το σχόλιο σας στο προηγούμενο ποστ φίλε (;), φίλη (;) Helion, το ενέκρινα έστω και με καθυστέρηση για συγκεκριμένους λόγους.