Πέμπτη 27 Νοεμβρίου 2008

Διαφορετικά...


Τις προάλλες χάζευα ένα ρεπορτάζ για τη διαφορετικότητα.
Νομίζω το «Κουτί της Πανδώρας» ήταν.
Δεν το είδα μέχρι το τέλος, καθότι το υπνόσημο είχε προ πολλού κολληθεί στο κούτελο μου και αναγκαστικώς πήρα την άγουσα για νανάκια.
Πρόλαβα, όμως, να δω τον Παναγιώτη Χατζηστεφάνου να μιλάει για τη διάκριση, έχοντας κοτσάρει στο κεφάλι του ό,τι βρήκε πρόχειρο.
Συγκράτησα, λίγο πριν βαρύνουν τα ρημάδια μου, μια κουβέντα του, που γκρόσο μόντο έλεγε ότι «το σούργελο μην το φοβάσαι».
Προφανώς, ο χαρισματικός αυτός τύπος εννοούσε ότι δεν πρέπει να σε σκιάζει το διαφορετικό, αυτό που δεν σου μοιάζει.
Χθες, μεσημβρινή ώρα, σε εκπομπή για βασανισμένες κυράδες σαν και ‘μένα που, όταν γαζώνουν θέλουν να ‘χουν κάτι να τους πιλατεύει τα αυτιά, άκουσα τον κύριο Πολυχρονίου.
Κάποιο ντράβαλο τέλος πάντων άνοιξε με τον Φώτη Σεργουλόπουλο και τη Μαρία Μπακοδήμου και εξεκίνησαν τα… ευγενή μπινελίκια.
Αναρωτιόταν, λοιπόν ο κύριος Πολυχρονίου, αν είναι κακό να αποκαλέσει κοντό, κάποιον που είναι κοντός.
Στην ίδια εκπομπή ακούστηκαν διάφορα περί ομοφυλοφιλικών και εβραϊκών λόμπι, τα οποία είχε επικαλεστεί για πλάκα ο πάλαι ποτέ παρουσιαστής, σε παλαιότερες συνεντεύξεις του.
Το ξανάγραψα και θα το ξαναγράψω: σπανίως μου σηκώνεται η τρίχα.
Ούτε θα κάτσω να ασχοληθώ με το αν είναι κακό να αποκαλείς κάποιον κοντό. Την απάντηση την έδωσε ο Βαξεβάνης την Τρίτη μέσω της εκπομπής του: είναι διάκριση.
Κατά τον ίδιο τρόπο μπορούμε να αποκαλέσουμε τρελό αυτόν που τραγουδάει και σφυρίζει στον δρόμο (καλή ώρα…), άσχημο αυτόν που έχει ένα εκ γενετής σημάδι και πάει λέγοντας.
Μου σηκώνεται η τρίχα, όμως, όταν επειδή νομίζεις ότι σε πνίγει το δίκιο (μπλιαχ…), τσουβαλιάζεις τα πάντα, χαχανίζεις με τη διαφορετικότητα και γενικώς κανιβαλίζεις καταστάσεις.
Κατά τον ίδιο τρόπο, διαφορετικοί είναι και όσοι νομίζουν ότι ο κόσμος τους χρωστάει, ότι αδικήθηκαν κι ότι βρέθηκαν στην απ’ έξω. Τι πρέπει δηλαδή να γίνει μ’ αυτούς;
Δηλαδή, αν βγει κάποιος και τους πεις ότι κανείς δεν τους χρωστάει τίποτα; Κι ότι απ' … «παιχνίδι», όπως το λένε, μπαίνουν και βγαίνουν μόνοι τους, θα υποστεί το ίδιο κράξιμο; .
Εκείνο που μένει είναι οι χαρακτηρισμοί. Που και σε 100 χρόνια από σήμερα θα πονάνε.
Κατά τα άλλα είμαστε στο 2008 και η τηλεόραση μας είναι τόσο μονδέρνα που αντέχει να ακούει και να φιλοξενεί όλες τις απόψεις. Και τους χαρακτηρισμούς.
Με τις υγείες μας!


ΠΗΓΗ ΦΩΤΟ: http://interfacelift.com

Βοήθεια, με μετράνε!


ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ ΠΡΩΤΟ

«…
- Αγαπίτσα;
- Ε;
- Εδώ γράφει ότι είσαι άντρας!
- Πού, παιδί μου;;;
- Να, εδώ, στη δημοσκόπηση!
- …!!!
- Γράφει ότι είσαι και αριστερή, αριστερός, γουάτ έβερ, ότι είσαι ψιλοανένταχτη και έχεις προβλήματα με το πολιτικό σύστημα της χώρας!
- ;;;;;

Μπα, πανάθεμα τον δημοσκόπο μου μέσα! Είναι η στιγμή που έχω βγει από το μπαμπλ μπαθ, έχω λουστεί στην κολώνια τσιχλόφουσκα και σίγουρα ελπίζω να ακούσω καλύτερα πράγματα από το έτερον δυόμιση, από το ότι είμαι άντρας, ανένταχτος και με προβλήματα στην γκλάβα μου.
Και τσουπ ο δημοσκόπος είναι εκεί, μπροστά μου, με το μολύβι και το χαρτί στο χέρι. Για να με μετρήσει, να με καταχωρίσει, να με κατηγοριοποιήσει, για να μην πω να με τσουβαλιάσει. Όχι, για να μη ζω με τη πλάνη ότι μόνο εγώ κρατάω μεζούρα και ψαλίδι.
Θα με κόψει, θα με ράψει, θα με κατατάξει και μετά εγώ πρέπει να είμαι περήφανη που χαρτογραφήθηκα, κλασαρίστηκα και αρχειοθετήθηκα. Και έτσι είμαι λιγότερο κακιά, τρομακτική, μυστήρια, γιατί με έχουν ταμπελώσει αρμοδίως και μπορούν κάπως να με φωνάζουν. Βρε τι πάθαμε απόοοοψεεεε…

ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ

Ανοίγω μέιλ. Όπως όλος ο κόσμος. Απαντάω, ρωτάω, κατά κάποιο τρόπο επικοινωνώ. Μέχρι που πέφτει το ζερβί μου μάτι σε αίτημα συνεντεύξεως! Αγκέν! Κι ό,τι έλεγα ότι μ’ αφήκανε ήσυχη. Ο αγαπητός κύριος Κ. (βλέπετε; Εγώ σας σέβομαι…) μου έχει γράψει ένα κατεβατό: πόσο με υπολήπτεται και πόσο με παρακολουθεί ανελλιπώς, πόσο συμφωνεί μαζί μου και πόσο «αδερφή του» με αισθάνεται «σε έναν επαγγελματικό χώρο που βρίθει από αναξιοπρεπή πρόσωπα» (!).
Απαντώ ευγενικά ότι δεν δίνω συνεντεύξεις, διότι είμαι η καμία και πολύ τη βρίσκω μ’ αυτό. (Παλαιότερα, το θέμα συνήθως έληγε εκεί. Χα! Ατύχησα…).
Δεν εννοεί το πνεύμα μου και επανέρχεται με δεύτερο μέιλ, το ίδιο αγαπησιάρικο, βέβαια κάπως πιο μπρουτάλ, μου λέει ότι εξακολουθεί να με αισθάνεται αδερφή ψυχή και επιμένει να τα… πούμε.
Αρχίζω να φοβάμαι, καθώς όταν κάποιος (που δεν με ξέρει!!!) με λέει φίλη του, αδερφή του, συγγενή του και τα συναφή, στο μυαλό μου σκάει μια παροιμία του παππούκα μου, που μου ‘λεγε ότι «στην ξαδέρφη και στη θεία έναν πόντο πιο βαθειά». Οπότε καταλαβαίνετε τί γίνεται με τις φίλες και τις αδερφές!
Λακωνικότερα απαντώ ότι ΔΕΝ προκάμω και κυρίως ΔΕΝ θέλω.
Ακολουθεί μέιλ, στο οποίο με λούζει, με κάνει σύσκατη για την αλαζονεία μου, που πως τολμώ να υπάρχω και να το παίζω υπεράνω και πως οι «συμπεριφορές μου» (sic) είναι εκείνες που κάνουν τους ιστολόγους ύποπτους και αναξιόπιστους... (Καμάρι μου εσύ!).


ΣΥΝΔΕΣΗ ΤΩΝ ΕΠΕΙΣΟΔΙΩΝ: φαινομενικά, δεν υπάρχει.

Ειλικρινά, πάντως, δεν ξέρω ποιον θα ωφελήσει αν ξέρει ότι
- Λούζομαι κάθε Δευτέρα, Τετάρτη και Παρασκευή
- Καπνίζω και στον ύπνο μου
- Μ’ αρέσει ο καφές, το πεντικιούρ και η λακέρδα
- (Και μα την Αγία Επανάσταση) δεν έχω ακόμη συνταξιοδοτηθεί, οπότε ας με συγχωρήσουν κάποιοι που δεν απαντώ στα μέιλ τους αμέσως, καθότι δεν βοηθάει κι η ρουφιάνα η τεχνολογία. Να έχω βρε αδερφέ μια οθόνη συνεχώς συνδεδεμένη απέναντι από τη μούρη μου, για να βαράω προσοχή μόλις μου στέλνουν μήνυμα… Και πάλι ζητώ συγνώμη.

Κύριε Κ. μου, μπορώ τώρα να παρακολουθήσω με την ησυχία κατινάζ εκπομπές, που είναι πολύ του γούστου μου, ή θα με κράξετε ξανά και δε θα φάω το μεσημέρι;

Τετάρτη 19 Νοεμβρίου 2008

Βύσσινο γλυκό

(Για το «κουστούμι» που ακολουθεί ευθύνεται η Ελένη ή αλλιώς Abbtha aka Παυλίτσα. Εγώ είχα σκοπό να γαζώσω κάτι για το μπούστο της Φαίης Σκορδά που ενόχλησε τη Βάνα Μπάρμπα ή κάτι τέτοιο τέλος πάντων. Και ενώ θα χαχανίζαμε λίγο και μετά θα πηγαίναμε για ύπνο, με αναγκάζει αυτή η κακούργα η Ελένη να…ξεστρατίσω και να αρχίσω τις ιστορίες απ’ τον στρατό. Χαλάλι της όμως…).

Η κακούργα Ελένη, λοιπόν, στο μπλογκ της πάει και ρωτάει «τι είναι η αυτοχειρία;».
Πρώτον, στο άσχετο θέλω να πω, ότι η νεκρώσιμη ακολουθία είναι από μόνη της μια ανεξέλεγκτη κατάσταση.
Για πολλούς λόγους. Ένας από αυτούς είναι ότι από πάνω σου μαίνεται ένα καραγκιοζιλίκι άνευ προηγούμενου που δεν μπορείς να κάνεις ζάφτι. Κι ενώ πολύ θα γούσταρες να σηκωθείς επάνω, να αρπάξεις έναν κουβά με σκατά και να τον αμολήκεις πάνω στους καραγκιόζηδες, εν τούτοις, τίποτα δεν μπορείς να κάνεις. (Οι δημοσιογράφοι της παρέας θα με αντιλαμβάνονται λίγο καλύτερα…).
Κλείνει η παρένθεση του άσχετου και φεύγω βουρ για την ιστορία.
Όταν ήμανε μικρή, θες η πολλή τηλεόραση, θες η ζεματιστή βλακεία της ηλικίας, πίστευα – έλα Χριστέ! – ότι κατά κάποιο τρόπο είμαι αθάνατη.
Τότε η τιβι έδειχνε πολύ τσίρκο. Και ακροβάτες. Και δωσ’ του να κρέμονται απ’ τα σκοινιά και δώσ’ του να σκαρφαλώνουν στου διαβόλου τη μάνα, ε, παιδί ήμανε, πίστευα ότι μπορώ να κάνω μια απ’ τα ίδια.
Παρένθεση: η γιαγιά μου – Θεός σχωρέσ’τη - έκανε συγκλονιστικό γλυκό βύσσινο, που το φυλούσε σε μια τεράστια γυάλα και το σήκωνε στο πιο ψηλό ράφι της κουζίνας. Ακόμη κι η ίδια για να το φτάσει χρειαζόταν σκαλίτσα. Γιατί το ‘βαζε εκεί πάνω η ευλογημένη, ποτέ δεν κατάλαβα, αλλά δεν είναι αυτό το θέμα μας.
Μέχρι να κλείσω τα 5 γνώριζα πολύ καλά τα απαγορευμένα του σπιτιού: τα ξυριστικά του μπαμπά, τα συρτάρια της μαμάς και η γυάλα με το βύσσινο της γιαγιάς. Για τα ξυριστικά χέστηκα, για τα συρτάρια επίσης (τα είχα ξεψαχνίσει και τα δυο) το γλυκό όμως πολύ με απασχολούσε.
Μια ωραία πρωία, αποφασίζω να πράξω αυτό που είχα δει με τους ακροβάτες (μη βιαστείτε να πείτε καμιά αηδία, ήμουν μόνο 5).
Μετά πολλών βασάνων σέρνω το τραπέζι της κουζίνας κοντά στα ράφια. Μετά πλείστων άλλων κόπων ανεβαίνω στο τραπέζι και μαζί μου σέρνω ένα σκαμνί. Και μια και δυο ανεβαίνω σε τραπέζι και σκαμνί για να φτάσω το αντικείμενο του πόθου μου.
Πλην όμως – παιδί γαρ – δεν έχω υπολογίσει ότι η γυαλίτσα δεν ήταν για τα κυβικά μου και ζυγίζει κάτι λιγότερο από μένα.
Τραβάω τη γυάλα, όμως το βάρος της παίρνει σβάρνα εμένα, εγώ το σκαμνί και όλοι μαζί βουτιά στο πάτωμα.
Δεν ξέρω πώς να περιγράψω τι θόρυβο έκανε η πτώση. Ούτε πόσα κομμάτια έγινε η γυάλα. Ούτε ότι το πάτωμα δεν καθάρισε ποτέ από τη χρωστική του βύσσινου. Ούτε το ότι η πρώτη τούφα της γιαγιάς μου άσπρισε με τον κρότο που άκουσε και το θέαμα που αντίκρισε.
Ξέρω όμως ότι σε αυτά τα κλάσματα του δευτερολέπτου που με χώριζαν από το μάρμαρο, μες στο παιδικό κεφάλι μου – άδειο τώρα, πιο άδειο τότε – πίστεψα ότι ΔΕΝ ΓΙΝΕΤΑΙ να πάθω κάτι. Περί θανάτου δε, αστεία συζήτηση.
Πιο οδυνηρό μου φάνηκε το βρωμόξυλο που έφαγα μετά, παρά το να έσπαγα το κεφάλι μου, ας πούμε.
Μου φαίνεται ότι από τότε έχουν περάσει αιώνες.
Νομίζω από τότε σταμάτησα να πιστεύω όσα δείχνει η τηλεόραση.
Και βρίζω κάθε φορά που σκέφτομαι ότι η γυάλα με το βύσσινο που έχω στην κουζίνα θα είναι ακόμη στη θέση της, ακόμη κι αν αύριο – όξω και μακριά – εγώ, κάποιος που αγαπώ, κάποιος που δεν αγαπώ και άλλοι τόσοι δεν θα υπάρχουμε.
Ήταν στην ίδια θέση, όταν καλή φίλη με πήρε για να μου πει ότι φίλος και συμφοιτητής μας βούτηξε στο κενό απ’ τον 4ο…
Κι όταν τσαντισμένη, μπήγω το κουτάλι στο γλυκό και το βύσσινο χτυπάει στον ουρανίσκο, σταματάω το βρισίδι.
Και σκέφτομαι πόσα υπέροχα πράγματα έχω ζήσει και πόσα βάρβαρα. Και τα θέλω όλα. Χωρίς καμία περικοπή. Σαν σίριαλ που το βλέπεις κάθε μέρα. Χαζό, δευτεράντζα, βαρετό, αλλά θέλεις να το βλέπεις. Κατάλαβες τι μου ‘κανες απόψε, Ελένη μου και δεν ήταν καλή και η παλιοβδομάδα;

ΠΗΓΗ ΦΩΤΟ: www.organicsweet.gr

Τετάρτη 12 Νοεμβρίου 2008

Θυμού (μην) κράτει

Νεύρα. Καλό είναι να μην έχεις. Αλλά τα δίνουν τσάμπα, πακέτο με την (όποια) εργασία.
Και τι τα κάνεις; Που τα τοποθετείς για να μη σου πιάνουν χώρο και σου χαλούν και το ίματζ;
Δεν ξέρω.
Κωλύομαι να απαντήσω λόγω…ανέντιμου πρότερου βίου. (Διότι κάποτε ήμανε κι εγώ παιδί και δη ζωηρό!).
Αλλά με ρώτησε σήμερα, πάνω στην τούρλα της παράδοσης η τιγκελού (με ζόρισες, ρουφιάνα, να το ξέρεις!).
Ας πούμε, είναι πιο σωστό να παίρνεις τα νεύρα σου στο αλουμινόχαρτο και να τα σερβίρεις στο σπίτι, προς χάριν της εργασιακής ειρήνης; (Αλλά, τι φταίει ο σύζυγος, ο γκόμενος, τα παιδιά, ο σκύλος;)
Ή να ουρλιάζεις σαν την παρλιακιά στον χώρο εργασίας και χέστηκες για το ίματζ; (Φυσικά, πάντα υπάρχει ο φόβος κάποιος συνάδελφος που του τα ‘χεις κάνει τσουρέκια, να καλέσει Δαφνί και να σε μαζέψουν, αλλά αυτό είναι μία στις πεντακόσιες…)
Και μην ακούσω για ασκήσεις διαχείρισης θυμού, γιατί θα ρίξω καμιά κουτουλιά και θα με τρέχετε στα σωματεία και στις κλαδικές των γαζωτριών. (Ε, όχι να μας τα τρώνε και οι γκουρού των βιβλίων αυτοβοήθειας! Δεν τα τρώω σουβλάκια να μη μείνει κι η τζατζικίλα;)
Για να δούμε λοιπόν…
Αφού τα νεύρα τα δίνουν σετάκι με τη δουλίτσα, καλόν είναι να ξεθυμαίνεις, μικρή μου τιγκελού.
Το λέω αυτό διότι προσωπικώς, σιχαίνομαι τα Βατικανά. Και τα μούτρα. Κάποιοι ψευτογιάπηδες πιστεύουν ότι όλο αυτό είναι πολύ κυριλέ. Αλλά είναι μια μεγάλη παπαριά. Έρχεται και γίνεται το στομάχι σου λάστιχο, αντέχεις από 3 μήνες έως 5 χρόνια και μετά θέλεις να πάρεις το ούζι και να τους «γαζώσεις» όλους. Άσ’ το καλύτερα.
Το προτιμότερον είναι το ξεμπούκωμα (καμία σχέση με το ξεκατίνιασμα, μη μπερδευόμαστε… ).
Θες να πεις κάτι; Φτύσ’ το το ρημάδι. Μην το καταπίνεις και φαρμακώνεσαι και πατσουριάζει και το μούτρο σου.
Αν το ζήτημα είναι μικρό θα λήξει. Αν είναι μεγάλο θα γίνει το σώσε και κάποια στιγμή θα ξεθυμάνει.
Το να τριγυρίζεις σαν τη χύτρα πριν κάνει μπαμ είναι και αναποτελεσματικό και ανθυγιεινό. Θα το κάνεις μια, θα το κάνεις δυο, μετά κανείς δεν θα καταλαβαίνει ότι είσαι εξοργισμένος
Θα νομίζουν όλοι ότι θες να κλάσεις και δεν μπορείς. Γελοίο θέαμα, δηλαδή.
Και φυσικά, αν κάτι σε χαλάει, πάντα θα υπάρχει η πόρτα. Για να βγεις, μάνα μου. Δεν έχει νόημα να ζεις «τεντωμένος». Μια αιωνιότητα έτσι θα την περάσεις (κούφια η ώρα που τ’ ακούει). Γιατί βιάζεσαι, λοιπόν;
Τώρα, αν αυτό που θα «φτύσεις», βγει με γκαρίκλα, βγει με φορμαλιτέ, βγει με αγγλοσαξονικό φλέγμα, εσύ το ξέρεις.
Αν πάλι είσαι στην κατηγορία «θυμωμένος από την κοιλιά της μαμάς σου» ή «έχω νεύρα γιατί κάνω καριέρα», πολύ φοβούμαι ότι κάτι στο νούμερο σου δεν έχω.
Δυο στενά παρακάτω από το ραφείον, όμως, υπάρχει γιατρούλης πολύ υπομονετικός και με αναπαυτικό ντιβάνι. Τραστ μι.

ΠΗΓΗ ΦΩΤΟ: www.fotosearch.com

Τρίτη 4 Νοεμβρίου 2008

Φωτιές (και πλήξη... Μα τι πλήξη!)




Πλήττω. Φρικωδώς. Μια ουρανομήκης βαρεμάρα έχει έρθει και έχει στρώσει την κωλάρα της πάνω στο κεφάλι μου.
Στα Κολωνάκια μουτζώνονται (μέσα απ’ το σακάκι).

Στα Μπουρνάζια μαχαιρώνονται (κάτω απ’ τα τραπέζια).

Και στα Φάληρα φτύνονται (φόρα παρτίδα για να μην ματιαστούν).
Κι η γενική γραμμή είναι μία και προφανώς γι’ αυτό βαρετή και ανέμπνευστη: «Πιείτε το αίμα του εχθρού!».
Κι εγώ που δεν εμπνέομαι από το αίμα του εχθρού, τι θ’ απογίνω;
Διότι εννοείται ότι δεν θα αναλάβω τον ρόλο της σφουγγαρίζουσας τα αίματα. Δεν μπορώ, βαριέμαι.
Τόλμησε δόλιος συνάδελφος να ψελλίσει εκεί χάμου σε μια ζαβή: «Τι κάνεις έτσι, ρε παιδάκι μου; Δικό σου είναι το μαγαζί; Πάρε πρώτα τα μισθά που σου χρωστάνε κι ύστερα φάε και τον εχθρό, φάε και μία κοκορέτσι…».
Τι το ‘θελε; Μόνο που δεν το σουβλίσανε τον καψερό.
Γι’ αυτό σου λέω πλήττω.
Στο μεταξύ, ήρθε και χθες και μπαστακώθηκε όλο το σόι στον δικό μου καναπέ (την κοινωνία μου μέσα!) για να δει τη συνέντευξη του κυρίου Ρουσόπουλου.
(Ακόμη μαζεύω ψίχουλα από τις πίτσες και τις μουρταδέλες! Γουρούνες. Έ, γουρούνες!).
Καθίσανε στριμωχτά στο καναπεδάκι μου το πανάρχαιο, 800 στρέμματα κωλαριές και στη μέση εγώ η πορδή.
Που αν ήξερα πόσο θα μ’ έκαιγε αυτή η συνέντευξη, κύριε Πρετεντέρη μου, θα προτιμούσα να καταπιώ ένα μαγκάλι κάρβουνο και το νερό χάρισμα σας.
Διότι να πλήττω, ναι, μπορώ να το ανεχθώ. Να πλήττω και να μου ανάβεις φωτιές, ΔΕΝ ΤΟ ΔΕΧΟΜΑΙ!
Αρχίζει να μιλάει ο πρώην κύριος υπουργός, το λοιπόν, και κάθε του κουβέντα μαχαιριά στο νεφρί μου.
Τι άχρηστη με είπανε (εκεί που ο πρώην είπε ότι το ’99 έβγαλε 300 χιλιάρικα γιούρια από την εργασία του), τι κοιμήσω, τι ακαμάτρα
Τι με ρωτήσανε αν έχω κάνει κομπόδεμα κι αν μου τα τρων’ οι γκόμενοι
Τι με είπανε τσιφούτα, που παίρνω τα ακίνητα κρυφά και κάνω τον Αλέκο
Μαύρο βράδυ πέρασα η τυραγνισμένη.
Κι είχα και το πρωί τη μάνα μου στα τηλέφωνα να με ρωτά τάχα μου δήθεν αν θυμάμαι που έχω αφήσει τα εκκαθαριστικά της εφορίας από το ’97 και δώθε
Μόνο τώρα το μεσημέρι παρηγορήθηκα κάπως που πήγα να πάρω τσιγάρα.
Μπαίνω στο μίνι μάρκετ, αλλού κοιτούσε η Πόπη, αλλού ο Θανάσης.
«Καλημέρα. Τι έγινε, ρε παιδιά;»
«Καλημέρα. Τι δίνουμε…»
«Ε, τα γνωστά»
«Πόπη πιάσε τα τσιγάρα του κοριτσιού γιατί δε φτάνω!»
«Να ξεδιπλωθείς και να τα πιάσεις! Άχρηστε, κοντοστούπη, σε όλα σου λίγος είσαι. Μας τα ζάλισες με εκείνο το εξοχικό στη Λούτσα! 12 χρόνια, σου λέει, δούλευε ο κύριος για να το φτιάξει. “Πόπη μου, να δουλέψουμε, να βγάλουμε λίγα λεφτάκια, Πόπη μου”. Να φας σκατά, Θανάση! Οι άντρες βγάζουνε λεφτά και όχι κλανιές. Και ένα σπίτι το τελειώνουν σ’ ένα εξάμηνο κι όχι 12 χρόνια ρίχνουμε δεύτερο όροφο κι ακόμη μένουμε στο γιαπί!».

Γι’ αυτό σου λέω. Καήκανε πολλοί χθες μαζί με ‘μένα…

ΠΗΓΗ ΦΩΤΟ: bg3.blogger. com