Δευτέρα 31 Αυγούστου 2009

"Καλό χειμώνα";;; Θα σε σκίσω!

Δεν βάζει και το Star κανά θρίλερ της προκοπής. «Βλέπω τον θάνατο σου» και «βλέπω τον κώλο σου» κι αηδίες μάντολες.
Πώς να ξεχαστείς, παιδί μου; Χώσε ένα δρακουλιάρικο με κυνόδοντες έξι πήχες, να χεστούμε πάνω μας, να μην κλείσουμε μάτι μέχρι τις 7 που ξεκινάει ο Αυτιάς και μετά δεν σ’ έχουμε ανάγκη.
Δε βαριέσαι... Σήμερα σκούπισα τις τελευταίες στάχτες από το μπαλκόνι μου. Μια εβδομάδα (το πιστεύεις; Μια εβδομάδα!!!) μετά το καρβούνιασμα της Αττικής, το ζήτημα έχει γίνει προεκλογικό ανέκδοτο κι ο κάθε κακομοίρης κομματικός υπάλληλος κλάνει πάνω στα καμένα.
Στο μεταξύ, όλα τα ‘χε η Μαριορή έπαθα και ρίντινγκ στρες. Μη γελάς καθόλου. Μου το ‘πε φίλη ψυχολόγος και εγώ τους επιστήμονες τους σέβομαι. Σε πιάνει, λέει, μια μανία να διαβάζεις ό,τι σέρνεται στη μπλογκόσφαιρα. Παθαίνεις ένα όβερντόουζ πληροφόρησης και μετά σε πιάνει κάτι, τύπου μελαγχολία. Δεν θες να «γαζώσεις» ούτε γραμμή, δεν θες να διαβάσεις άλλο, αλλά δεν θες να κλείσεις και το λαπ τοπ. Σκατοκατάσταση.
Λείπει κι ο κολλητός σε διακοπές – ο οποίος σου κάνει το ίντερνετ νια νια με δυο κουβέντες και σε κάνει να νιώθεις ντιπ μαλάκας – οπότε απογίνεσαι.
Αποφασίζεις, ωστόσο να απεξαρτηθείς. Όσοι κόβουν το κάπνισμα την πέφτουν στα εκλεράκια. Εσύ την πέφτεις στην χειροκίνητη ανάγνωση, κοινώς τη μη ηλεκτρονική. Με τέτοια μανία που φθάνεις στο σημείο να διαβάζεις και τα μικρά γράμματα στο χαρτί τουαλέτας, όταν πας για την ανάγκη σου (όποια από τις δύο, δεν έχει σημασία).
Κλείνεις το λαπ τοπ να βρεις γιατρεία και άθελα σου ξεκωλιάζεις τις βιβλιοθήκες. Τις δικές σου, των κολλητών, της θείας Μερόπης με τους τσελεμεντέδες. (Λογικά την επόμενη φορά που θα πιάσω τσουκάλι, ο Μποτρίνι θα ξεκαρφιτσώσει τα Μισελέν του).
Για να αποτοξινωθείς από το ίντερνετ, διαβάζεις δυο τσουβάλες βιβλία, από τα οποία μέχρι τα τέλη Οκτωβρίου είναι μαθηματικώς βέβαιο ότι δεν θα θυμάσαι ούτε λέξη.
Το ρίντινγκ στρες, λέει, φέρνει και υπερένταση. Θες να κοιμηθείς, σκοτώνεις για ένα γαμάτο οχτάωρο χορταστικού ύπνου, αλλά η μάτα δεν κλείνει με τίποτα. Και την ώρα που κλείνει (επιτέλους), το δάχτυλο σου αυτονομείται και (νομίζει ότι) πατάει το on στο λαπ τοπ. Σ’ αυτή τη φάση την πληρώνει η πλάτη του από ώρες κοιμώμενου ετέρου δυομίσεως που το δόλιο πιστεύει ότι το σκουντάς γιατί κάτι θέλεις να του πεις, κάτι σου στάθηκε νυχτιάτικα. Ξυπνάει εκείνο, ξυπνάει κι εσένα – τύπου «τι έγινε; Τι θες; Μας πιάσανε;» - σε βρίζει, το βρίζεις, εκείνο ξανακοιμάται κι εσύ (ξανα) βρυκολακιάζεις.
Όλα αυτά, τέλη Αυγούστου. Στο τσακ, στην εκπνοή. Που όλοι έχουν γυρίσει ορεξάτοι για στύψιμο (και εκεί κατά τον Οκτώβρη είναι έτοιμοι για αλλαγή βαλβίδας).
Είναι η εποχή που έχεις να αντιμετωπίσεις (εκτός από απληρωσιές, ημι-εργασίες, κέρατα τράγια και άλλα) δύο πράγματα:
α) Εκείνη τη σιχαμένη ευχή «άντε βρε! Καλό χειμώνα!». Τι λες μωρή τρελή; Μας βαράει ο θείος Κέλσιος με κάτι ξεγυρισμένα σαραντάρια μέχρι τον Νοέμβριο, κάνουμε κρα για να δροσίσει, και μου ‘χεις κουβαληθεί στο ραφείο με τη μπότα και τη καμπαρντίνα από τις 30 Αυγούστου;;;
β) Το σύνδρομο της «Πρώτης Δημοτικού». Νέα σχέδια, νέες ιδέες, ΔΕΘ, «θα κάνουμε», «θα ράνουμε», «θα φτιάξουμε». "Θα είμαστε οι πρώτοι", "θα τους πάρουμε τα σώβρακα". Ναι. Θα πάμε και στο Τζάμπο να πάρουμε τετράδια και κασετίνες.
Λοιπόν, για να μην σας τα ράψω τσουρούτικα φέτος και κυκλοφορείτε όλο το εξάμηνο με τα βαφτιστικά σας:
1) Μην ακούσω «καλό χειμώνα» πριν τις 15 Νοεμβρίου.
2) Μην τολμήσει άνθρωπος και μου πει ότι σχεδιάζει οτιδήποτε άλλο, εκτός από τσόντα Σαββατοκύριακα στις ήδη κουτσουρεμένες διακοπές του, την έβαψε.
Και να μην το ξεχάσω: καλή λευτεριά στους κυρίους και τις κυρίες που κάνουν πρεμιέρα 31 Αυγούστου – καθόλου δεν μας λείψατε…- με γραβάτες, κουστουμάτζες και βαβουροπατάτες από δίπλα να σχολιάζουν προς δήθεν την επικαιρότητα.
Εκεί να τον πείτε τον «καλό χειμώνα» να πιάσει και τόπο.

ΠΗΓΗ ΦΩΤΟ: cartoonstock.com

Σάββατο 22 Αυγούστου 2009

Αγάντα Θοδωρή...

Το να βρεις περίπτερο στην Αθήνα τον Αύγουστο είναι σα να ρωτάς δημοσίως αν είσαι μαλάκας. Απάντηση δεν θα πάρεις (γιατί λείπουν όλοι ή τουλάχιστον αρκετοί πρόθυμοι να σου απαντήσουν) κι αν βρεθεί ψυχή ζώσα να σου απαντήσει, τσάμπα κόπος. Θα σου πει κάτι που το ξέρεις ήδη.
Καλύπτοντας τρομερά χιλιόμετρα – εις αναζήτηση περιπτέρου, μίνι, μάρκετ, ψιλικατζίδικου, μπαρμπουτάδικου έστω! – έκανα διάφορες τριανταμίες με το μυαλό μου, από αυτές που κάνει ένας ηλίθιος, σε μια άδεια πόλη, με κρεμασμένα χέρια (και γλώσσα) στο λιοπύρι.
Συνήθως, σε τέτοιες στιγμές – που δεν έχω περιπατητική παρέα – ή τα ακουστικά στα αυτιά να ακούω σαχλαμάρες, αρχίζω τα μάιντ γκέιμς: πόσες ταινίες έχει κάνει ο Αλμοδοβάρ, πόσοι σταρ του Χόλιγουντ έχουν πάει άκλαφτοι απ’ την κόκα, από πόσα ξένα τραγούδια θυμάμαι όλους τους στίχους, πόσες μαλακίες έχω κάνει από 12 μου μέχρι σήμερα (δεν βολεύει αυτό στα όρθια, θέλω χαρτί και στυλό…), που ήμουν πέρσι τέτοια μέρα…
Παραδόξως, χθες και αφού είχα καλύψει μια σεβαστή απόσταση 3 χιλιομέτρων, το μυαλό μου γύριζε στο που ήμουν πέρσι τον Δεκέμβρη…
Πόσο πιθανό ήταν να βρισκόμουν πίσω, μπροστά, δεξιά, αριστερά απ’ το σημείο που συλλάβανε τον Θοδωρή Ηλιόπουλο.
Είμαι άσχετη με τις πιθανότητες, τα στοιχήματα, το που μπορεί να κάτσει η μπίλια.
Αλλά στη θέση του, λογικά και έτσι όπως έχει γίνει η ζωή (μας), όλοι θα μπορούσαμε να είμαστε στη θέση του.
Όπως στη θέση του φοιτητή με τα πράσινα παπούτσια, ανθρώπων που βρέθηκαν ακριβώς στο κέντρο της παράνοιας.
Δεν δέχομαι αυτό το εμετικά κλισεδιάρικο «στον λάθος τόπο, τη λάθος στιγμή». Τι σκατά σημαίνει αυτό;
Γύρισα σπίτι – με τη γλώσσα ξεδιπλωμένη μέχρι τον ακάλυπτο – και στις τσέπες μου είχα δύο πακέτα τσιγάρα. Κανένα από το δύο δεν ήταν η μάρκα που κάπνιζα. Λογικά, η γλυκύτατη ρωσίδα περιπτερού που μου τα πούλησε βρισκόταν τη λάθος στιγμή μπροστά στο λάθος πελάτη; Αηδίες!
Στα δελτία των 3, των 6, των 7, των 8, ούτε κουβέντα για τον Θοδωρή Ηλιόπουλο. Σωστά. Θα χαλάσει η μόστρα της Μυκόνου, η ειδησεογραφία της μπαγιατίλας και τα κονέ με εμπόρους μεταχειρισμένων αυτοκινήτων που «δεν πουλάνε», «είναι στα πρόθυρα χρεοκοπίας», κι άλλες τέτοιες παπαριές.
Σιχαίνομαι, νιώθω κούραση και πλέον έχω μια σιγουριά ότι σωστός τόπος και σωστή στιγμή, στην Ελλάδα, είναι απλώς μια ουτοπική θεωρητικούρα. Στην πράξη; Κουβάς με σκατά.

ΠΗΓΗ ΦΩΤΟ: au.srichinmoycentre.org

Τρίτη 11 Αυγούστου 2009

Κουλ

(Κάζο 1ο – Υγρές νύχτες – και μέρες…)

«Θα μείνω κουλ». Αυτό είπα φωναχτά και σχεδόν με έπεισα (είμαι καταφερτζού, η ρουφιάνα). Διότι δεν ήταν το σύσκατον της διαρροής. Δεν ήταν ότι τα πατάρια, οι τοίχοι, το δωμάτιο, η ντουλάπα (αχ, φορεματάκια, παπουτσάκια, τσαντάκια) είχαν γίνει μια μουχλέ αηδία. Ήταν ότι όλα αυτά μαζί με 10 στοίβες βιβλία, υφάσματα, κέρατα, τζάτζαλα, μάτζαλα έπρεπε να αλλάξουν θέση {εδώ και τώρα!}, για να διασωθούν. Και να μετακομίσουν παντού: πάνω στον κρεβάτι, πάνω στον καναπέ, πάνω στο κεφάλι μου, στο σαλόνι, σα σκατά μες τη μέση!
Αδιαφορούμε για το γεγονός ότι γνωρίζω που βρίσκεται και η τελευταία βελόνα του σπιτιού μου.
Προσπερνάμε το γεγονός ότι αν ένα περιοδικό είναι τοποθετημένο στραβά, «παίζει» και να μην κοιμηθώ (εκτός κι αν μιλάμε για σύνεργα της δουλειάς, οπότε αλλάζει το πράμα, αλλά ναι, είμαι η χαμένη αδελφή του Μονκ).
Έχουμε χεσμένη την πιθανότητα σοβαρού κατάγματος – το οποίο γλιτώσαμε – για όσες μέρες (και ήταν πολλές!!!) όλο αυτό το γιουσουρούμ σερνόταν μεσ’ τα πόδια μας.
Αλλά μετά την επίσκεψη του δυσεύρετου υδραυλικού με το γνωστό χαμηλοκάβαλο παντελόνι και τον μισό κώλο έξω, την επίσκεψη του ελαιοχρωματιστή με το τσιγαράκι στο στόμα και τα φύλλα ντουλάπας, πόρτα κουζίνας και μπάνιου να χάσκουν επί 20ημερο ανοιχτά, ε, η κατάθλιψη ήταν ένα βήμα έξω από την πόρτα μου.

(Κάζο 2ο – Περικοπές, χαχα, από τί;)

«Θα μείνω κουλ». Το είπα από μέσα μου, αλλά δεν με έπεισα… Το λογιστήριο της ημι-εργασίας μου ήτο κατηγορηματικό. Περικοπές. Κι όταν από μισά λεφτά μισής δουλειάς σου κόβουν σχεδόν τα μισά, τι μένει; Τα μαθηματικά ποτέ δεν ήταν το δυνατό μου σημείο, αλλά αυτό το κατάλαβα. Τι το κατάλαβα; Το έχω κάνει κτήμα μου και ετοιμάστε μου έδρα στο Πανεπιστήμιο Αθηνών για να φωτίσω κι άλλους διψώντες για μάθηση. Αποχωρώ από το λογιστήριο, με μάτι κόκκινο μπαρμπουνί, χτυπάω δύο παγωτά ατακαριστά μπροστά στις μοντέλες της ρεσεψιόν που ήδη με θεωρούν τελειωμένη κατάσταση και με λίκνισμα ρωσίδας χορεύτριας εγκαταλείπω το κτήριο. Στη γωνία κοντοστέκομαι, ζυγίζω αν πρέπει να γίνω εντελώς ξεφτίλα κλαίγοντας και ουρλιάζοντας, αλλά από το δίλημμα η μούρη μου πρέπει να θυμίζει κάτι από πολλά θρίλερ μαζεμένα, οπότε βλέπω τους Πακιστανούς να αλλάζουν πόστο σιωπηλά και να μεταφέρουν τα καθαριστικά τους στο αντίθετο ρεύμα.
Καλωσήρθες, Προζάκ. (Ή να μη σε πάρω ακόμη;).

(Κάζο 3ο – Γούρι – γούρι / Ας πιάσει κάποιος το κωλόπουλο, πλιζ…)

Με ύφος «δεν τρέχει τίποτα. Είμαι ακόμη κουλ» βολοδέρνω σε εμπορικό δρόμο – ούτε που θυμάμαι ποιον – μετά του ετέρου δυομίσεως που θέλει να κάνει χρήση των εκπτώσεων. Στο κατάστημα ανδρικών ειδών, όπου έχει τσακώσει την καλή την προσφορά, σπρωγμένη από, ποιος ξέρει ποια άγνωστη δύναμη, κοιτάζω κάτω απ’ το πηγούνι μου και το βλέμμα μου συναντά στρογγυλοκαθισμένη στο γιακαδάκι του φορέματος μου μία πράσινη κουτσουλιά. {Πότε πέρασε το γαμόπουλο, πότε την αμόλησε, πόση ώρα κυκλοφορούσα μ’ αυτή την αηδία επάνω μου, ούτε που κατάλαβα}. Είναι η στιγμή που ούτε δείχνω ούτε είμαι κουλ. Ζητάω απ’ την υπάλληλο χαρτομάντιλο, τουαλέτα, νερό, απολύμανση, κάτι επιτέλους που θα βγάλει αυτή την πράσινη αηδία από πάνω μου! Εισπράττω βλέμμα πηχτού οίκτου, οδηγούμαι σε τουαλέτα με βρύση που ΔΕΝ έχει νερό και βολεύομαι με αφυδατωμένο μωρομάντιλο. Από μέσα μου φαντάζομαι επαναληπτικές κυνηγετικές καραμπίνες, με πολλά φυσίγγια και καρυδώματα απείρου κάλλους κάθε δεκοχτούρας που κινείται σε απόσταση χιλιομέτρου. Συγκρατούμαι, διότι θυμάμαι ένα προς ένα τα παθήματα του Κογιότ που ήθελε να ξεπουπουλιάσει το άθλια κωλόφαρδο Μπιπ-Μπιπ.
Δεν ξέρω αν το ανέφερα, αλλά δεν είμαι κουλ.
Από προχθές κυκλοφορώ με ντετόλ, ζεβασόφτ, απολυμαντικό μιας χρήσης. Σέβομαι απολύτως σύμπασες τις υδρορροές της γειτονιάς, μαζί με τους σπασμένους θερμοσίφωνες και επ’ ουδενί θέλω σχέση με λογιστήρια.
{Φέρε τώρα το Προζάκ και τσίμπα κι ένα ταβοράκι. Δεν θα τα πάρω (ακόμη) αλλά μου κάνει καλό να ξέρω ότι είναι κάπου μέσα στην τσάντα μου}.


Αστερίσκος {ένας και σημαντικός}

** Λύκε μου, δεν σε φοβάμαι. Εδώ έβαλες κάτω άλλα κι άλλα, εδώ θα κωλώσεις;


ΠΗΓΗ ΦΩΤΟ: hubpages.com

Σάββατο 8 Αυγούστου 2009

Διαρροές


Οποιανού δεν του ΄χει ξεκωλιάσει το σπίτι μία απλή διαρροή, βλέπει τη ζωή με άλλο μάτι, πάω στοίχημα γι' αυτό.

Στην παρούσα φάση, απλώς εκτιμάω τα απολύτως στεγνά πράγματα (τοίχους, ρούχα, βιβλία, ντουλάπες) και τα καμαρώνω, γιατί μου βγήκε η ψυχή ανάποδα μέχρι να ξαναμπούν στη θέση τους. Το μόνο που δεν βλέπω να επανέρχεται σύντομα στη θέση του, είναι η μέση μου, η οποία κόπηκε από το "κουβάλα - πέτα - κράτα - στέγνωσε - βάλ'το στη θέση του". Την ιστορία θα σας την πω πολύ σύντομα - εσείς θα γελάσετε, εγώ θα τη θυμηθώ και θα με ξαναπιάσει κατάθλιψη - αλλά μέχρι τότε επιτρέψτε μου να απολαμβάνω ένα απολύτως στεγνό Σαββατοκύριακο.


ΥΓ1.: Είμαι καλά, απλώς δεν είχα που να πατήσω - πόσω μάλλον να γαζώσω - μετά την απόφαση του θερμοσίφωνα μου να βάλει μπουρλότο στη σχέση μας και να κάνει Αιγαίον Πέλαγος μισή χεσιά σπίτι. Ευχαριστώ όλους σας για το ενδιαφέρον, τα ι-μέιλ και τα φόουν κολς (Λύκε μου, είμαι οκ!), το οποίο αν συνεχιζόταν η διαρροή, υποθέτω ότι θα μετατρεπόταν σε πετσέτες και σφουγγαρόπανα...