
Από τα 5 μέχρι τα 10 (μη σου πω και παραπάνω), ο φόβος σου σ’ αυτή τη ζωή είναι μη μείνεις ορφανό.
Από τα 15 μέχρι τα 20 (25 πες) ο εφιάλτης σου είναι να μη σε παρατήσει ο γκόμενος/-α.
Και από τα 25 μέχρι τα 75, έτσι που τα ‘κανε η εκλεκτή μας κυβέρνηση, η τρισμέγιστη αγωνία σου είναι να μη μείνεις από...εργασία.
Οι συγκεκριμένες φοβίες έχουν την τάση να διογκώνονται κατά την διάρκεια των γιορτών – ειδικά τα Χριστούγεννα – και πολλαπλασιάζονται επί δύο αναλόγως της φυσικής κουλαμάρας και του σκατοχαρακτήρα που διαθέτεις.
Το κοπτοραπτείο σεβόμενο απολύτως του προ – Χριστουγεννιάτικους και μετά – Πρωτοχρονιάτικους εφιάλτες συμπάσχει με όλες τις παραπάνω ηλικίες (και τα ζόρια τους) και εύχεται χρόνια πολλά σε όλους, γνωστούς και φίλους, θαμώνες και απλούς περαστικούς και συνιστά απόσταση από τα μουρλόχαπα και όπως έλεγε κι η γιαγιά μου, «όπου δυο και εγώ τρεις».
Επ’ ευκαιρία ανάλυσης φόβων και εμμονών (Δε Νάιτμερ μπιφόρ – και άφτερ – Κρίστμας, κατά το κοινώς λεγόμενον), οφείλω να σας εξομολογηθώ ότι η απομάκρυνση – λόγω χριστουγεννιάτικων πανηγυριών – εκ του κοπτοραπτείου, εμένα προσωπικά μου προκαλεί τεράστια αμηχανία, καθότι όταν δεν «γαζώνω» δεν ξέρω τι να κάνω τα.... ανοικονόμητα χέρια μου, χώρια που συμπεριφέρομαι σαν τινέιτζερ σε δείπνο υπουργών. Γκάγκα δηλαδή.
Αυτό για μένα είναι φόβος. Φοβάμαι, ότι δεν ταιριάζω με το οικοσύστημα και συμπεριφέρομαι...ακατάστατα.
Επί παραδείγματι, το Σάββατο εσύρθην από άλλες «κοπτοραπτούδες» σε Σαλόν Ντε Μποτέ της γειτονιάς και έφριξε το σύμπαν των εξεχουσών πελατισσών από τη μαλακία μου.
(Τι το ‘θελα;).
Βλέπετε, με έπεισε η τιγκελού ότι δεν είναι δάχτυλα κοριτσιού αυτά κι ότι κάποια που γράφει για τις κιουρίες της τιβί πρέπει να έχει και το πρέπον μανικιούρ.
Κάτι το Κρίστμας μουντ, κάτι (ε, ας μην ψευδόμεθα) η κοιμώμενη γυναικεία φιλαρέσκεια εντός του σαρκίου μου, το ομολογώ, τις ακολούθησα.
Αλλά σ’ αυτά τα μαγαζιά πρέπει να έχεις και το πρέπον άτιτιουντ.
Πάω κι εγώ η «γαζώτρια», εισέρχομαι του σαλόν ντε μποτέ και βλακωδώς καλημερίζω τις εργαζόμενες με τεράστιο χαμόγελο.
Αυτομάτως, αντιλαμβάνομαι ότι οι κοκοροφαντασμένες πελάτισσες με κοιτούν με οίκτο. Προφανώς ενόμισαν ότι είμαι η νέα μαθητεύομενη για το πεντικιούρ.
Με καθίζουν σε ένα πουφ (βούλιαξα μέσα το κοντοστούπικο), με μπουκώνουν με μία περιοδικάρα (Ελένη Μενεγάκη είχε στο εξώφυλλο), μου πασάρουν και μια φλιτζάνα καυτό καφέ και εννοείται ότι περιμένω τη σειρά μου.
Κουβέντα δεν μπορώ να πιάσω – τι να πω με τις Εκάλιανς που έρχονται στο Κουκάκι για φθηνό πεντικιούρ;;; - οπότε τι να κάνω η δόλια, κοιτάω και παρατηρώ. Α, κι ακούω (μη ξεχνιόμαστε). Της μιανής το Καγιέν ήταν στο συνεργείο, της αλληνής ο γκόμενος στον Βόλο για... κρίστμας κοκούνιγκ (;).
Κάνω να πω καμιά κρυάδα με την τιγκελού, μου ρίχνει ένα αυστηρό βλέμμα και μαζεύομαι, μη και γίνουμε ρεζίλι.
Πούσου πούστη μου, πως θα περάσει η ώρα; Έξαφνα το αυτί μου συλλαμβάνει έναν ήχο σβββιν – σββιν και βλέπω την πεντικιουρίστα να αγωνίζεται να βγάλει τους κάλους από την πατούσα μιας (μετά συγχωρήσεως) βούζας.
Μου ανεβαίνει το (φιλότιμο) αίμα στο κεφάλι, καθώς η πεντικιουρίστ ιδρώνει, αλλά η βούζα εννοεί να τρώει, καπνίζει, μιλάει στο κινητό και κουνιέται πέρα δώθε (όλα ταυτοχρόνως) κάνοντας δύσκολο το έργο της άμοιρης τσούπας.
Σηκώνομαι με χάρη – τάχα δήθεν για να πάρω άλλο περιοδικό - και τραγουδιστά σφυρίζω στο αυτί της πεντικιουρίστ: «κοπελιά, να λες καλά που δεν τους βγάζεις από το κεφάλι της τους κάλους».
Σκυλοπνίγεται η πεντικιουρίστ – γιατί δεν μπορεί και να γελάσει – κι εγώ επιστρέφω φρόνιμα φρόνιμα στη θέση μου.
Η τιγκελού με κοιτάει παγερά και σφυριχτά, για να μη γίνουμε και ρεντίκολο με ρωτάει: «Την έκανες πάλι την παπαριά σου, έτσι;».
Αρχίζω να έρχομαι στα ίσα μου, γράφω στις παλιές μου κλωστές την τιγκελού και ανάβω τσιγάρο.
Την ώρα που ο αναπτήρας μου θυμίζει ότι ναι, εδώ μέσα υπάρχει κατιτίς το φλογερόν, παγώνει το αίμα μου από τις τσιρίδες κυρίας, της οποίας η Ρωσίς υπάλληλος από λάθος της έκανε δαχτυλιά πάνω στο τελευταίο νύχι.
«Δεν είναι τίποτα, δεν είναι τίποτα», παρεμβαίνει η αρχι-Κιουρία του Σαλόν κι αρπάει το ασετόν για να διορθώσει το... λάθος που προκάλεσε τη βλακώδη έκρηξη της Εκάλιαν.
Κι εκεί που αρχίζουν να με τρώνε τα χέρια μου (γιατί κάπου ήθελα να ρίξω ένα σβούμπο!) έρχεται το ρωσιδάκι, κλαμένο και μου λέει: «Θέλει το γκυρία να περάσσσει;».
Περνάει κανά δίλεπτο για να αντιληφθώ ότι το «κύρια» είμαι εγώ, σηκώνω τον πίττο μου από το πουφ και κάθομαι απέναντι στο κορίτσι.
Την περιεργάζομαι καλά – καλά, της λέω μια βλακεία για να μην κλαίει, ξεκαρδίζεται στο γέλιο κι αρχίζει να μου πιλατεύει το δεξί χέρι με τα σύνεργα της μανικιουριστικής.
«Τι τα κάνομμμε;», με ρωτάει ενώ χαζεύω τα κουλά τεράστια νύχια, στις προθήκες μπροστά μου.
«Ε, ξέρω εγώ; Κάτι απλό...», ψυθιρίζω τρομαγμένη και το βλέμμα μου πέφτει στα μάτια της. Μάτια γαλάζια, τεράστια, ταλαιπωρημένα, ετών (μόλις) 19.
Αφού μου έχει μουλιάσει τα ξερά για να μαλακώσουν, αρχίζει το μασάζ. Ξαφνικά ακούγονται κάτι κρακ κρικ (καταραμένο ντεκερβέν) κι ακούω το ρωσιδάκι να μου λέει: «Το γκυρία είναι κουρασμένο, ε;». Τι να απαντήσω; Ακούγανε και οι Εκάλιανς!
Οι οποίες με γκριμάτσες κορόιδευαν την καημένη τη μικρή, ακριβώς δίπλα της.
Τέλος πάντων μετά από 30 λεπτά της ώρας έχω αποκτήσει τα κρινοδάχτυλα της Πλισέσκαγια και με αυτά σας γράφω τώρα (όχι για να ξέρετε).
Δίνω χίλιες ευχές στο πιτσιρίκι, το οποίο τρέχει να μου φέρει το σκουτί μου και μου το φοράει με προσοχή μην τύχει και χαλάσει το νύχι.
Οι Εκάλιανς έχουν μείνει κόκκαλο από την περιποίηση, εγώ δεν ξέρω που να βάλω τη ντροπή μου και την ώρα που πληρώνω ακούω: «Γκυρρρία, να πιράσετε καλές γκιορτές κι όταν έκετε κρόνο να ξανάρθετε να σας μπάψω δωρεάν».
Συγκινούμαι, ξεχνάω την τιγκελού πίσω μου, φοράω το σκουφί μου μέχρι τα αυτιά και βγαίνω στο κρύο με γαμάτο μανικιούρ και τη λιγοστή μάσκαρα να έχει κυλήσει στα γόνατα.
Κοινώς, πάλι σκατά τα έκανα...
ΥΓ1.: Τηλεόραση οφ αυτές τις μέρες. Χριστούγεννα με τηλεόραση δεν είναι χριστούγεννα. Εύχομαι καλές γιορτές σε όλους σας και να μου προσέχετε πολύ!!!
ΥΓ2.: Με ενημέρωσαν ότι κυκλοφόρησε το βιβλίο που γράψαμε καμιά τριαντάρια νοματαίοι παρέα. Τι να πω; Είναι το καλύτερο δώρο που μου ‘χουν κάνει. Μόλις ενημερωθώ – γιατί είμαι και κουλίδου μ’ αυτά – θα «ανεβάσω» περισσότερα!
ΥΓ3. : Κι επειδή πρώτα βγαίνει το χούι και μετά η ψυχή, τώρα άκουσα τον Μάκη Τριανταφυλλόπουλο να μιλάει στον Νίκο Χατζηνικολάου και να διαμαρτύρεται ότι ο συνεργάτης του Θέμος Αναστασιάδης ενώ είχε ενημερωθεί για το θέμα του Γενικού Γραμματέα, τις ροζ κασέτες, ωστόσο δεν μπήκε στη διαδικασία να ενημερώσει τον Ταρζάν. Ώπα...
ΥΓ4.: MonahikeLike, επειδή ξέρω ότι θα μου την «πεις» για τα νύχια ένα έχω να σου πω: Το νύχι του αντίχειρα – γαμώτι – μόλις έσπασε! Σε φιλώ!
ΠΗΓΗ ΦΩΤΟ: www.xmasjoys.com
Από τα 15 μέχρι τα 20 (25 πες) ο εφιάλτης σου είναι να μη σε παρατήσει ο γκόμενος/-α.
Και από τα 25 μέχρι τα 75, έτσι που τα ‘κανε η εκλεκτή μας κυβέρνηση, η τρισμέγιστη αγωνία σου είναι να μη μείνεις από...εργασία.
Οι συγκεκριμένες φοβίες έχουν την τάση να διογκώνονται κατά την διάρκεια των γιορτών – ειδικά τα Χριστούγεννα – και πολλαπλασιάζονται επί δύο αναλόγως της φυσικής κουλαμάρας και του σκατοχαρακτήρα που διαθέτεις.
Το κοπτοραπτείο σεβόμενο απολύτως του προ – Χριστουγεννιάτικους και μετά – Πρωτοχρονιάτικους εφιάλτες συμπάσχει με όλες τις παραπάνω ηλικίες (και τα ζόρια τους) και εύχεται χρόνια πολλά σε όλους, γνωστούς και φίλους, θαμώνες και απλούς περαστικούς και συνιστά απόσταση από τα μουρλόχαπα και όπως έλεγε κι η γιαγιά μου, «όπου δυο και εγώ τρεις».
Επ’ ευκαιρία ανάλυσης φόβων και εμμονών (Δε Νάιτμερ μπιφόρ – και άφτερ – Κρίστμας, κατά το κοινώς λεγόμενον), οφείλω να σας εξομολογηθώ ότι η απομάκρυνση – λόγω χριστουγεννιάτικων πανηγυριών – εκ του κοπτοραπτείου, εμένα προσωπικά μου προκαλεί τεράστια αμηχανία, καθότι όταν δεν «γαζώνω» δεν ξέρω τι να κάνω τα.... ανοικονόμητα χέρια μου, χώρια που συμπεριφέρομαι σαν τινέιτζερ σε δείπνο υπουργών. Γκάγκα δηλαδή.
Αυτό για μένα είναι φόβος. Φοβάμαι, ότι δεν ταιριάζω με το οικοσύστημα και συμπεριφέρομαι...ακατάστατα.
Επί παραδείγματι, το Σάββατο εσύρθην από άλλες «κοπτοραπτούδες» σε Σαλόν Ντε Μποτέ της γειτονιάς και έφριξε το σύμπαν των εξεχουσών πελατισσών από τη μαλακία μου.
(Τι το ‘θελα;).
Βλέπετε, με έπεισε η τιγκελού ότι δεν είναι δάχτυλα κοριτσιού αυτά κι ότι κάποια που γράφει για τις κιουρίες της τιβί πρέπει να έχει και το πρέπον μανικιούρ.
Κάτι το Κρίστμας μουντ, κάτι (ε, ας μην ψευδόμεθα) η κοιμώμενη γυναικεία φιλαρέσκεια εντός του σαρκίου μου, το ομολογώ, τις ακολούθησα.
Αλλά σ’ αυτά τα μαγαζιά πρέπει να έχεις και το πρέπον άτιτιουντ.
Πάω κι εγώ η «γαζώτρια», εισέρχομαι του σαλόν ντε μποτέ και βλακωδώς καλημερίζω τις εργαζόμενες με τεράστιο χαμόγελο.
Αυτομάτως, αντιλαμβάνομαι ότι οι κοκοροφαντασμένες πελάτισσες με κοιτούν με οίκτο. Προφανώς ενόμισαν ότι είμαι η νέα μαθητεύομενη για το πεντικιούρ.
Με καθίζουν σε ένα πουφ (βούλιαξα μέσα το κοντοστούπικο), με μπουκώνουν με μία περιοδικάρα (Ελένη Μενεγάκη είχε στο εξώφυλλο), μου πασάρουν και μια φλιτζάνα καυτό καφέ και εννοείται ότι περιμένω τη σειρά μου.
Κουβέντα δεν μπορώ να πιάσω – τι να πω με τις Εκάλιανς που έρχονται στο Κουκάκι για φθηνό πεντικιούρ;;; - οπότε τι να κάνω η δόλια, κοιτάω και παρατηρώ. Α, κι ακούω (μη ξεχνιόμαστε). Της μιανής το Καγιέν ήταν στο συνεργείο, της αλληνής ο γκόμενος στον Βόλο για... κρίστμας κοκούνιγκ (;).
Κάνω να πω καμιά κρυάδα με την τιγκελού, μου ρίχνει ένα αυστηρό βλέμμα και μαζεύομαι, μη και γίνουμε ρεζίλι.
Πούσου πούστη μου, πως θα περάσει η ώρα; Έξαφνα το αυτί μου συλλαμβάνει έναν ήχο σβββιν – σββιν και βλέπω την πεντικιουρίστα να αγωνίζεται να βγάλει τους κάλους από την πατούσα μιας (μετά συγχωρήσεως) βούζας.
Μου ανεβαίνει το (φιλότιμο) αίμα στο κεφάλι, καθώς η πεντικιουρίστ ιδρώνει, αλλά η βούζα εννοεί να τρώει, καπνίζει, μιλάει στο κινητό και κουνιέται πέρα δώθε (όλα ταυτοχρόνως) κάνοντας δύσκολο το έργο της άμοιρης τσούπας.
Σηκώνομαι με χάρη – τάχα δήθεν για να πάρω άλλο περιοδικό - και τραγουδιστά σφυρίζω στο αυτί της πεντικιουρίστ: «κοπελιά, να λες καλά που δεν τους βγάζεις από το κεφάλι της τους κάλους».
Σκυλοπνίγεται η πεντικιουρίστ – γιατί δεν μπορεί και να γελάσει – κι εγώ επιστρέφω φρόνιμα φρόνιμα στη θέση μου.
Η τιγκελού με κοιτάει παγερά και σφυριχτά, για να μη γίνουμε και ρεντίκολο με ρωτάει: «Την έκανες πάλι την παπαριά σου, έτσι;».
Αρχίζω να έρχομαι στα ίσα μου, γράφω στις παλιές μου κλωστές την τιγκελού και ανάβω τσιγάρο.
Την ώρα που ο αναπτήρας μου θυμίζει ότι ναι, εδώ μέσα υπάρχει κατιτίς το φλογερόν, παγώνει το αίμα μου από τις τσιρίδες κυρίας, της οποίας η Ρωσίς υπάλληλος από λάθος της έκανε δαχτυλιά πάνω στο τελευταίο νύχι.
«Δεν είναι τίποτα, δεν είναι τίποτα», παρεμβαίνει η αρχι-Κιουρία του Σαλόν κι αρπάει το ασετόν για να διορθώσει το... λάθος που προκάλεσε τη βλακώδη έκρηξη της Εκάλιαν.
Κι εκεί που αρχίζουν να με τρώνε τα χέρια μου (γιατί κάπου ήθελα να ρίξω ένα σβούμπο!) έρχεται το ρωσιδάκι, κλαμένο και μου λέει: «Θέλει το γκυρία να περάσσσει;».
Περνάει κανά δίλεπτο για να αντιληφθώ ότι το «κύρια» είμαι εγώ, σηκώνω τον πίττο μου από το πουφ και κάθομαι απέναντι στο κορίτσι.
Την περιεργάζομαι καλά – καλά, της λέω μια βλακεία για να μην κλαίει, ξεκαρδίζεται στο γέλιο κι αρχίζει να μου πιλατεύει το δεξί χέρι με τα σύνεργα της μανικιουριστικής.
«Τι τα κάνομμμε;», με ρωτάει ενώ χαζεύω τα κουλά τεράστια νύχια, στις προθήκες μπροστά μου.
«Ε, ξέρω εγώ; Κάτι απλό...», ψυθιρίζω τρομαγμένη και το βλέμμα μου πέφτει στα μάτια της. Μάτια γαλάζια, τεράστια, ταλαιπωρημένα, ετών (μόλις) 19.
Αφού μου έχει μουλιάσει τα ξερά για να μαλακώσουν, αρχίζει το μασάζ. Ξαφνικά ακούγονται κάτι κρακ κρικ (καταραμένο ντεκερβέν) κι ακούω το ρωσιδάκι να μου λέει: «Το γκυρία είναι κουρασμένο, ε;». Τι να απαντήσω; Ακούγανε και οι Εκάλιανς!
Οι οποίες με γκριμάτσες κορόιδευαν την καημένη τη μικρή, ακριβώς δίπλα της.
Τέλος πάντων μετά από 30 λεπτά της ώρας έχω αποκτήσει τα κρινοδάχτυλα της Πλισέσκαγια και με αυτά σας γράφω τώρα (όχι για να ξέρετε).
Δίνω χίλιες ευχές στο πιτσιρίκι, το οποίο τρέχει να μου φέρει το σκουτί μου και μου το φοράει με προσοχή μην τύχει και χαλάσει το νύχι.
Οι Εκάλιανς έχουν μείνει κόκκαλο από την περιποίηση, εγώ δεν ξέρω που να βάλω τη ντροπή μου και την ώρα που πληρώνω ακούω: «Γκυρρρία, να πιράσετε καλές γκιορτές κι όταν έκετε κρόνο να ξανάρθετε να σας μπάψω δωρεάν».
Συγκινούμαι, ξεχνάω την τιγκελού πίσω μου, φοράω το σκουφί μου μέχρι τα αυτιά και βγαίνω στο κρύο με γαμάτο μανικιούρ και τη λιγοστή μάσκαρα να έχει κυλήσει στα γόνατα.
Κοινώς, πάλι σκατά τα έκανα...
ΥΓ1.: Τηλεόραση οφ αυτές τις μέρες. Χριστούγεννα με τηλεόραση δεν είναι χριστούγεννα. Εύχομαι καλές γιορτές σε όλους σας και να μου προσέχετε πολύ!!!
ΥΓ2.: Με ενημέρωσαν ότι κυκλοφόρησε το βιβλίο που γράψαμε καμιά τριαντάρια νοματαίοι παρέα. Τι να πω; Είναι το καλύτερο δώρο που μου ‘χουν κάνει. Μόλις ενημερωθώ – γιατί είμαι και κουλίδου μ’ αυτά – θα «ανεβάσω» περισσότερα!
ΥΓ3. : Κι επειδή πρώτα βγαίνει το χούι και μετά η ψυχή, τώρα άκουσα τον Μάκη Τριανταφυλλόπουλο να μιλάει στον Νίκο Χατζηνικολάου και να διαμαρτύρεται ότι ο συνεργάτης του Θέμος Αναστασιάδης ενώ είχε ενημερωθεί για το θέμα του Γενικού Γραμματέα, τις ροζ κασέτες, ωστόσο δεν μπήκε στη διαδικασία να ενημερώσει τον Ταρζάν. Ώπα...
ΥΓ4.: MonahikeLike, επειδή ξέρω ότι θα μου την «πεις» για τα νύχια ένα έχω να σου πω: Το νύχι του αντίχειρα – γαμώτι – μόλις έσπασε! Σε φιλώ!
ΠΗΓΗ ΦΩΤΟ: www.xmasjoys.com