Παρασκευή 5 Νοεμβρίου 2010

Με το ψαλίδι στο χέρι, εις το επανιδείν...

Θα ήταν εξαιρετικά αχάριστο από μέρους μου να το λήξω έτσι. Σκεφτόμουν κάτι του τύπου «αν αργήσω φάτε», όχι πολύ συναισθηματικό, κομματάκι βάρβαρο γιατί δεν μου πάνε και οι αποχωρισμοί {δεν βλέπεις χάλι; Από το Μάιο το σουρντίζω το «έχε γεια» και δεν μου βγαίνει…}.

Για να ‘μαι ειλικρινής δεν θέλω να το αφήσω το «ραφείο».

Το άνοιξα σε μια περίοδο που όλα ήταν σκατά – με το συμπάθειο -, δεν εκινείτο φύλλο {μέσα – έξω} και η φυσική τάση των πραγμάτων {και η δικιά μου} πήγαινε για του παπά το κουτάλι.
Πέρασα τόσο καλά, που να πάρει ο διάολος, που σχεδόν ανατριχιάζω, όταν θυμάμαι τον εαυτό μου να κλαίει μέχρι χαλασμού ή να κρατάει κοιλιές από τα γέλια, άγριο χάραμα ή μαύρα μεσάνυχτα. Οι καλύτερες ώρες γι’ αυτές τις δουλειές. Κι ύστερα «γνώρισα» τόσο κόσμο, τόσους καλούς και παράξενους ανθρώπους. Και γνώρισα και τρεις που ακόμη το λέω – και θα το λέω μέχρι το τέλος – ότι αν είχα λίγη τύχη θα τους γνώριζα 10 χρόνια πίσω, τουλάχιστον.
Και μετά όλες αυτές οι γνώμες, τα σχόλια {μακρόθεν}, οι καφέδες, οι μεζέδες {από κοντά}, το βρισίδι, οι διαφωνίες {πάλι μακρόθεν} και όλα αυτά τα καλά λόγια που ακόμη και τώρα αμφιβάλλω, αν τ’ άξιζα… Κι όλα αυτά τα μέιλς {82 τον αριθμό παρακαλώ!}, άλλα παραπονιάρικα {«γιατί σταμάτησες; Γύρνα πίσω!»}, άλλα βρισιάρικα {«είσαι μια κότα και μισή που φοβάται ακόμη και για καφέ να πάει χωρίς ψευδώνυμο!!!»}, άλλα ανήσυχα {«ζεις; Σου συνέβη κάτι; Ρε συ, γράψε μια λέξη…»}. Και κάποια ξεκαρδιστικά κακοήθη {«Το αφεντικό σου ξέρει τι κάνεις τα βράδια;»}.

Τι έλεγα; Α, ότι δεν θέλω να το αφήσω το ραφείο. Αλλά με «αφήνει» αυτό. Δεν το καταλαβαίνεις πως γίνεται. Πρώτα, σε πιάνει άρνηση {πολύ βρισίδι για το τίποτα, συσσωρευμένος θυμός και κακοήθεια στα σχόλια, περίεργες καταστάσεις}, μετά μια τάση υποχρέωσης, κυρίως σε όσους δημοσιοσχεσίτικα είδαν το όλο θέμα με το blogging και πιο μετά τσαντίλα. {Που δεν μπορείς – για πολλούς και διάφορους λόγους - να βγεις φόρα παρτίδα και να βριστείς, να συγκρουστείς, να το ‘φχαριστηθείς και μετά να πας να κοιμηθείς. Ήσυχος…}.
Και μετά είναι και η ημι-ανεργία. Που σου τρώει χρόνο περισσότερο απ' ότι μια φουλ εργασία. {Που έτσι που τα 'κανε ο Ζορζ, ποτέ δεν θα την ξαναδούμε όπως την ξέραμε. Με ΙΚΑ, δώρα Χριστουγέννων, επιδόματα, κουλουπού...}.

Όσο για τα του Τύπου; Δεν υπάρχει λόγος να συζητά ή να γράφει κανείς γι’ αυτά, ανωνύμως, πλέον. Αστείες καταστάσεις, από αστείους ανθρώπους. Όσο τις σκαλίζεις τόσο βρωμάνε. Πλέον, βρωμάνε και διαδικτυακά. Και το κέρδος γίνεται χασούρα, ανακατεμένη με το άλλοθι της… αυτορρύθμισης. My ass!
Τέλος πάντων, με πονεί που το «κλειδώνω» το μαγαζί, ειλικρινώς. Γιατί ο «κοπτοράπτης» μ’ έβγαλε στον αφρό την ώρα που με κατάπινε το Αιγαίον πέλαγος. Μου συντόνιζε το τικ –τακ την ώρα που πίστευα ότι εντός είχαν «ξεραθεί» τα πάντα. Όχι κι άσχημα δηλαδή, για μεταχειρισμένο μηχάνημα με προβληματικά λάστιχα και ψιλοτσακισμένους κλώνους… Κι ύστερα, δεν έχω παράπονο, το ‘κανε το θαύμα του: έχωσε τη γαζώτρια τσόντα σε ένα βιβλίο ρεφενέ, βοήθησε στην πτυχιακή δύο κοριτσιών, ε, έβγαλε και πέντε ειδήσεις για τα ΜΜΕ και δημιούργησε κι αγάπες. Πολλές. {Τις αντιπάθειες, με το μπαρδόν, τις «γράφω» κανονικά. Είναι μετρημένες, τις ξέρω και με ξέρουν και κακό της κεφαλής τους…}. Καθόλου κακά, για μηχάνημα ραφείου που δεν το ‘δε ποτέ μάστορης.
Κι ύστερα ήρθε το φετινό καλοκαίρι… Μύλος. Από παντού. Ήτο δε καλοκαίρι… γνωριμιών. Βάλαμε και στην τσέπη μας, που λέει ο λόγος. Από καναλάρχες και εκδότες {σοβαρούς κι ασόβαρους, παρατρεχάμενους πλουσίων και φτωχοδιαβόλους παπατζήδες}, μέχρι επαγγελματίες συνδικαλιστές με εμπειρία στα λουκέτα και τις απολύσεις. Στο ενδιάμεσο – και από στραβωμάρα της τύχης – πετύχαμε και κάτι μυστήρια παιδιά, λίγο τζαναμπέτικα και ξινά σαν κι εμάς, αλλά κατά βάθος…βούτυρα Κερκύρας. Αλλά και κάτι χαμένα κορμιά για πνίξιμο στα ρηχά και πάει λέγοντας. Ό,τι παθαίνει όλος ο κόσμος, δηλαδή. Χάσαμε και ένα φίλο – έχει να κάνει και με το πώς τη βλέπεις τη φιλία, αλλά αυτό αργήσαμε να το καταλάβουμε – κερδίσαμε λίγα ξενύχτια παραπάνω {δια λόγους υγείας} και φρίξαμε στην εκπνοή του Αυγούστου, όταν είδαμε ότι δεν πήγαμε διακοπές για να δουλέψουμε και πάλι μία δεν έχουμε {όποιος θέλει την πατέντα γι’ αυτό το πράμα τη χαρίζουμε}…
Δεν το ζορίζω άλλο, διότι είπαμε γουρούνα μεν, αλλά είναι να μην ανοίξει η βρύση: σας ευχαριστώ όλους {ΟΛΟΥΣ, ΟΜΩΣ} πολύ! Πάρα πολύ. Γι’ αυτά τα 3 - και κάτι- γεμάτα χρονια. Τόσο, που δεν υπάρχουν λόγια. Λύκε, Swell, Mediator, Σταυριάννα ήταν να μη βρεθούμε. Άπαξ και βρεθήκαμε, βρεθήκαμε.
Και προς Θεού, το μαγαζί «κλειδώνει». Όχι το πληκτρολόγιο. Κάπου εδώ θα είμαι, θα (σας) βλέπω και θα με «βλέπετε». Και κάποια στιγμή, σίγουρα πράματα, θα «ξαναβρεθούμε». Με το ψαλίδι στο χέρι…

Τετάρτη 5 Μαΐου 2010

Σαν διαφημιστικό τράπεζας

Το λάβαμε το μήνυμα και ακριβώς από εκεί που μας το ‘στειλαν. Στο εξής θα είναι πολύ δύσκολο να κατέβουμε σε πορεία, χωρίς να φοβόμαστε ότι μπορεί και να μη γυρίσουμε σπίτια μας. Ότι όταν λέμε "ειρηνική διαδήλωση", κάνουμε χρήση ευφημισμού.

Παρτ τάιμ εργασία από το σπίτι, συναλλαγές από το σπίτι, όνειρα και σχέδια {;} από το σπίτι και έτσι θα είμαστε όλοι ασφαλείς. Χρειάστηκαν τρεις νεκροί και καμία παραίτηση για να το καταλάβουμε.

Τόσο απλά, τόσο γρήγορα, σαν διαφημιστικό τράπεζας.

Τετάρτη 31 Μαρτίου 2010

Σκασίλα

Η λέξη «άρνηση» σίγουρα κάτι σας λέει.
Πάω κι ένα στοιχηματάκι ότι οι περισσότεροι, αν όχι όλοι, έχετε συστηθεί με την «κυρία». Κάποιοι την έχετε τρατάρει και φοντανάκι, μερικοί της έχετε τραβήξει και κανά δυο μανίκια {τόσο πετυχημένη ήταν η γνωριμία} και μετά τη στείλατε πίσω στη μαμά της. εμένα μου ‘χει κατσικωθεί στο σπίτι κανά μήνα τώρα και δεν ξέρω αν πρέπει να τη βγάλω έξω με τις καρακλωτσές ή να τις παραχωρήσω το κρεβάτι, τον άντρα και τα λιγοστά υπάρχοντα μου και να ζήσουμε τα τρία μας ζωή χαρισάμενη.
Διότι η συγκεκριμένη μανδάμ, α όλα κι όλα, είναι πολύ βολικιά. Συνήθως σε επισκέπτεται με προβληματάκι υγείας. Μυξοκλαίγεσαι τον πρώτο καιρό, σκανιάζεις που δεν είσαι ακριβώς περδίκι, αλλά μετά αρχίζεις να την ψιλοβρίσκεις. Πιο μετά συνέρχεσαι και επιστρέφεις {στη δουλειά, ας πούμε} και υπάρχει ένα σχετικό κανάκεμα {!!!}, ένα κουπεπέ, κι όπως συνηθισμένος στις σφαλιάρες με το «καλημέρα σας», κάπως σου κάνει, σα να σε βολεύει.
Άσε που βλέπεις τον κόσμο με άλλο μάτι. Πράγματα που παλιά σε βγάζανε στα μανταλάκια, τώρα τα ‘χεις λυμένα, τακτοποιημένα, σχεδόν χεσμένα.
Παραδείγματος χάριν, πριν από τρία χρόνια να ‘χε γυρίσει το dvd του το Τζουλάκι, θα ‘χες ανεβάσει τρεις επιθεωρήσεις και οχτώ μονόπρακτα. Σήμερα το σχόλιο {σου} είναι ανακουφιστικά λακωνικό: Σκασίλα μου
Σκέτο. Χωρίς θαυμαστικό, χωρίς αποσιωπητικά, χωρίς τελεία καν.
Εν τω μεταξύ, ο κόσμος πάει κι έρχεται, δουλειές ψήνονται και κρυώνουν πριν καν σερβιριστούν {κάργια κρίση}, τα νοίκια, τα κοινόχρηστα, οι δόσεις τρέχουν, φίλοι χάνονται κυριολεκτικά και μεταφορικά {για ποιους να χολοσκάσεις πιο πολύ;}, κοντεύεις να πιστέψεις ότι το ΔΝΤ είναι κάτι σαν την θεία Σούλα {μακρινή, βρωμιάρα, αντιπαθής και κλεπτομανής}, γενικώς το πράγμα ξεπερνάει κι εσένα και τις προσπάθειες σου.
Στο ίδιο διάστημα, το οποίο κυλάει σαδομαζοχιστικά αργά, σα να ‘χεις χώσει το κεφάλι σου σε κενό αέρος, με την «κυρία»έχετε γίνει σταυροκουμπάρες και η παρεούλα μαζί της είναι διδακτική: σταματάς να τρέχεις σαν τον Βέγγο, χέζεις τις προθεσμίες, κοντοστέκεσαι στον δρόμο να μυρίσεις τις νερατζιές, γίνεσαι τσιγκούνης στα λόγια, κι όταν σε ενημερώνουν ότι το pay-day αργεί {και} αυτό τον μήνα, πας για καφέ.
Ας κόψουν και τα νερά και το ρεύμα, ας γκαρίξει κι η σπιτονοικοκυρά, ας κουνήσει και κανάς άλλος τον κώλο του, στην τελική. Ώχου πια. Άνευ θαυμαστικών και αποσιωπητικών, μόνο με τελεία.
Σταματάς να απολογείσαι, κάνεις στην άκρη, διαβάζεις κανά βιβλίο παραπάνω, δεν τσακίζεσαι να σηκώσεις το κινητό {και το σταθερό}, ξυπνάς πιο αργά και χωρίς ενοχές. Γερνάς; Μπορεί.
Χάνεις τον στόχο; Ε, δεν χάθηκε κι ο κόσμος. Βρωμάνε οι επιχειρήσεις από στελεχάρες και «πρώτους».
Πόσες Μεγαλοβδομάδες πέρασες ληξιπρόθεσμες; Και τι σου κόστισαν; Ένα χέρι, ένα φίλο, τα μάτια, την ησυχία σου;
Πες σκασίλα μου, παιδί μου και σάλτα να πιεις ένα ούζο με μεζέ νηστίσιμο.
Δε ‘ν’ κακό πράμα η άρνηση. Τσούζει μόνο αυτούς τους λιγοστούς που σ’ αγαπούν, που είναι πιο λιγοστοί απ’ όσο υπολόγιζες, και δε στο κρατούν γινάτι {τ’ ακούς πουλί μου; Το γινάτι βγάνει μάτι και δεν υπολογίζει αν είν’ δικό σου ή δικό μου…}, που διπλομαντάλωσες και εξαφανίστηκες μέρα μεσημέρι.

Αυτά τα ολίγα, Μεγαλοβδομαδιάτικα, γειτόνοι, που Καλό Πάσχα να ‘χετε οι ένθεοι και οι λοιποί πάλι, καλή ξεκούραση και καλές βόλτες.

ΥΓ: Με συμπαθάτε που εξαφανίστηκα κι από ‘δω κι απ’ τα τσαρδιά σας. Το πνεύμα ήταν πρόθυμο και διαβαστερό, η σάρκα μετά από 12ωρα εργασίας, ασθενής.
ΥΓ2: Φίλε, εσύ ξέρεις καλύτερα από ‘μένα τα όρια σου. Τα «ρολά» είναι κλειστά, αλλά ο «συναγερμός» απενεργοποιημένος. Για την ώρα.



ΠΗΓΗ ΦΩΤΟ: http://media.ebaumsworld.com

Πέμπτη 25 Φεβρουαρίου 2010

Κακή ανατροφή

Αν το καλοδείς, ο αρχισυντάκτης του περιοδικού που έβαλε την Αφροδίτη Μήλου να {μας} υψώσει το μεσαίο δάχτυλο, ουσιαστικά είναι συνέχεια των αξέχαστων εκείνων φωτό της μαντάμ Καγκελαρίου με τα βαθιά ντεκολτέ και τα ζαντολάστιχα να κρέμουνται από κάτω, διόλου περήφανα, άνευ υποστήλωσης.
Καλώς καμωμένος ο κακός χαμός που προεκλήθη με ανθρώπους των τεχνών και των γραμμάτων να σούρνουνε σκούπες και φαράσια στο γερμανικό βλαστάρι του περιοδικού που αποφάσισε να παίξει με το δάχτυλο της Αφροδίτης.
Μόνο που, μεταξύ μας, όλοι γνωρίζουμε τι κρύβεται πίσω από αδιασάλευτες πειθαρχίες, αψεγάδιαστες αουντοστράντες και παχιά γερμανικά γάλατα: καταπιεσμένες προσωπικότητες, απωθημένα πενηνταετίας και σοβαρές στερήσεις από αυτό που λέμε χαρά της ζωής.
Και κυρίως μια χοντροκοπιά στην αισθητική που βαραίνει ακόμη και τα πιο ελεύθερα γερμανικά πνεύματα, που ασυζητητί υπάρχουν στην εξοχική Γερμανία.
Διότι και εδώ ισχύει το γνωστό «το παιδί σου και το σκυλί σου, όπως το μάθεις».
Ας πούμε, εδώ στο Ελλάντα που όλοι κατά τους "φίλους" Γερμανούς είμαστε η χαρά της ρέκλας, της πρέφας και του καβλαντίσματος, μεγαλώσαμε με το εξής τρίπτυχο: «Δεν δείχνουμε – δεν χειρονομούμε – κι όταν μας τρώνε τόσο πολύ τα χεράκια, αντί να τα βάλουμε στη μύτη, κάνουμε καμιά δουλειά».
Που να τα ξέρει αυτά το παλικαράκι του περιοδικακίου; Δεν το έδειρε η μανούλα του μικρό, δεν του στραμπούλιξε κανά δυο φορές τα δαχτυλάκια – και δη τα μεσαία – για να μάθει τι δεν πρέπει να τα κάνει.
Και κοίτα πως έμπλεξε τώρα το κακομοίρικο, επειδή στο σπίτι του {προφανώς} το 'χανε συνήθειο να επικοινωνούν δείχνοντας {το "τι" και "ποιον", αδιάφορο} και χειρονομώντας.
Αυτά με την ανατροφή.

Γιατί μετά έρχεται και η επαγγελματική παιδεία. Στο Ελλάντα, ας πούμε, ο φωτοσοπάς {γιου νόου, αυτός που ασχολείται με την τέχνη του photoshop} είναι επαγγελματίας μεν, δεν είναι μαλάκας δε {9 στις 10}. Έτσι, λοιπόν αν του πας μια φωτό που του προσβάλλει την αισθητική ή του ζητήσεις να σου κάμει μια παπαριά που τον προσβάλλει και μαζί και το αναγνωστικό κοινό, το πιο πιθανό είναι να βγάλει το 48 νούμερο παπούτσι του και ν’ αρχίσει να σε κυνηγάει. Κι αν του ζαλίσεις και πολύ τα ούμπαλα να παραιτηθεί και ψάξε εσύ παπάρα αρχισυντάκτη να βρεις φωτοσοπά της προκοπής.
Εκεί – στην εξοχική Γερμανία – το τριπλό ντοκτορά στην πειθαρχία, ορίζει πως ό,τι μαλακία ζητήσουν απ’ τον έρμο εργαζόμενο θα την κάμει και θα πει κι ένα τραγούδι, ας είν’ κι η «Λιλί Μαρλέν».
Κι αφού διαχωρίσαμε και τον σωστό επαγγελματία από τον επαγγελματία "γιαβόλ καμαράτ" , πάμε και στο κωλοδάχτυλο, τη χειρονομία κοινώς.
Αγνοούν οι φίλτατοι, ότι εδώ στο Ελλάντα, που οι εθνικές λακκούβες είναι περισσότερες από τις εθνικές οδούς και που τα έξοδα {αναντίρρητα…} περισσότερα από τα έσοδα, είμαστε τόσο τρελαμένοι που χειρονομούμε ανά 10 δεύτερα. Χειρονομούμε, όμως, μπροστά στον άλλον κι άμα τα τραβάει το τομάρι του, ρίχνουμε και κανά μπινελίκι και στανιάρουμε αμφότεροι.

Άμα δε, παρα-ανέβουν τα «κέφια» παίζουμε και κανά μπερντάχι, μαλλιοτραβιόμαστε, και πάμε στη δουλειά ξαλαφρωμένοι. Τα «ξεμπουκώματα» μας όμως, και δη με τους ευρω-γείτονες δεν τα τυπώνουμε και δεν περιμένουμε και πούλιτζερ, όταν τον «παίζουμε», παρουσία φωτοσοπά και αναγνωστών.
Θα ήμασταν πραγματικά ανώτεροι, αν δεν τους παρεξηγούσαμε, καθότι είναι αντιληπτό ότι έχουμε να αντιμετωπίσουμε την κακή τους ανατροφή, ταχταρισμένη στα φρέσκα βούτυρα και διογκωμένη απ’ τα πολλά λουκάνικα και τις μπύρες…

ΥΓ: Καλοί γειτόνοι, θα σας παρακαλέσω θερμά, να είσθε κόσμιοι στις αντιδράσεις και να αποφύγετε τις ύβρεις. Και τις χειρονομίες. Παρά τις διαδόσεις, οι κύριοι δεν είναι φίλοι μας. Ας ανταλλάξουμε λοιπόν απόψεις σε κλίμα κοσμιότητας, κατανόησης και σχετικής ανοχής.

Δευτέρα 8 Φεβρουαρίου 2010

Υπάρχει ακόμη η "δακτυλομετρούμενη" {;}


Βαριέμαι, του θανάτου όμως.
Δέκα μέρες τώρα, πορδοβούλωμα στην κουβέντα μας, το διαζύγιο. Περιμένεις τα ρέστα από τη φουρνάρισσα, σε κοιτάει λίγο λοξά, σου σκάει εκείνο το γελάκι τύπου «ξέρεις μωρέ, θέλω να σε ρωτήσω κάτι, αλλά φοβάμαι ότι θα με πάρεις για κατίνα» {που θα σε πάρω, αλλά δεν είναι εκεί το θέμα}. Και σου ‘ρχεται ο στούφος: «Τι μαθαίνεις για την Ελενίτσα;». Τίποτα. Τίποτα! ΤΙΠΟΤΑ!!! Τίποτα δεν μαθαίνω! Δεν με ενδιαφέρει. Καθόλου κι αλήθεια.
Από το φούρνο, κατευθύνομαι στο ραφείον, φορτωμένη με συμπράγκαλα κι υπό βροχή κι ακούω πλακίτσα από τα παιδιά του κυλικείου: «Μάγκες "ν’ ανεβάσουμε" τους καφέδες, να βάλουμε όλοι μαζί ένα χεράκι, να στηρίξουμε το κορίτσι που χωρίζει!».
Από τη μία σκυλοβαριέμαι {γιατί δεν μ’ αφορά} και εκνευρίζομαι {γιατί το βρίσκω συνέχεια μπροστά μου}, από την άλλη εντυπωσιάζομαι.

Τόσο ψηλά λοιπόν έχει η ελληνική κοινωνία τον θεσμό του γάμου;

Τόσα όνειρα κοριτσιώνε συντηρούνται ακόμη από τα στέφανα και τις βέρες;

Τόσο κύρος προσδίδει το να είσαι «σύζυγος»;

Και εξαγιάζει όλο τον προηγούμενο και τον μετέπειτα βίο;

Υπάρχει λοιπόν ακόμη η «δακτυλομετρούμενη».

Που την καμαρώνει όλο το χωριό. Κι ας είναι και τηλεοπτικό. Που την κανακεύει όταν είναι σεβαστικιά και μετρημένη και της παίρνει το σκαλπ, όταν τον "κουνάει" και δίνει δικαιώματα.

{Υπάρχουν ακόμη τα... "δικαιώματα" και οι "πομπές". Που σκατά ζώ; Σε επαρχια του '30;}.
Το αγνοούσα ομολογώ και λυπάμαι, γιατί για άλλη μια φορά ανακαλύπτω ότι έχω πάρει {τελείως} λάθος δρόμο, με {τελείως} λάθος όνειρα.
Μόλις ευκαιρήσω, θα βρω μια γωνιά να κλάψω. Για την ώρα δεν προκάμω ούτε να φτύσω. Την τηλεόραση συγκεκριμένα και όχι κατ’ ανάγκη τα μεσημεριανά. Εσχάτως ανακαλύψαμε ότι «κουτσομπολίτσες» και ανακατώστρες φύονται σε όλες τις τηλεοπτικές ζώνες.

ΥΓ1.: Κάτι η γρίπη {η κανονική και δυστυχώς ουχί η… ενισχυμένη}, κάτι οι αναποδιές και λίγο έλειψε να βαρέσει διάλυση το ραφείον. Ζητώ πολλές συγνώμες για τις απουσίες μου και από εδώ και από τα μπλογκόσπιτα σας! Θα κουβαληθώ με… γλυκά τις επόμενες μέρες!

ΥΓ2: Μέσα στις αναποδιές βάζω και το ότι η σύνδεση μου τα τίναξε και το πληκτρολόγιο μου την «κοπανάει» σιγά σιγά. Πρώτα κατέβηκαν σε απεργία οι παρενθέσεις, μετά το «κ» και πιο μετά το «ν», το «ι» και το «γ», με αυτή τη σειρά. Άντε να δούμε ποιο άλλο γράμμα της αλφαβήτας θα πάρει μέρος στην αποστασία.

ΥΓ3: Το ‘χω ξαναγαζώσει, αλλά μάλλον δεν έγινε αντιληπτό: Το ραφείο δεν δημοσιεύει ανεξακρίβωτες ειδήσεις, σιχαμάρες που αφορούν κόσμο εντός και εκτός μπλογκόσφαιρας, συμπλεγματικές καταγγελίες και «κουφές» ερωτήσεις. Υπάρχουν άλλα «μέρη», γι’ αυτές τις δουλειές.

Και πάντα υπάρχει η πιθανότητα για τους «ενδιαφερόμενους» να βρεθούν προ εκπλήξεως. Υπάρχει επίσης η πιθανότητα, όταν εσύ έψαχνες, εγώ να είχα ήδη βρει. Και να μην αντιδρώ, γιατί έτσι. Το «έτσι» όμως κάποτε θα τελειώσει και δεν θα πάρει σβάρνα μόνο εσένα.

ΥΓ4: Οι γείτονες και φίλοι μην ενοχλείστε!

Πέμπτη 14 Ιανουαρίου 2010

Χαρτάκια

Στα 10 θες να αλλάξεις χαρτάκια κι αυτοκινητάκια. «Δώσε μου εκείνο που το έχεις διπλό, να σου δώσω ένα αυτοκινητάκι» και τανάπαλιν.
Θες να αλλάξεις ποδήλατο, διπλανό στο θρανίο, κούρεμα, στερεοφωνικό. Μαζεύεις ψιλά για καραμέλες, παιχνίδια και κυρίως για χαρτάκια!

Στα 20 θες να αλλάξεις τον κόσμο. Που είναι κακός, άδικος, γεμάτος ανισότητες, αλλά και γκόμενους και προοπτικές και εναλλακτικές.
Είσαι φουλ από κλισέ όνειρα και φιξ ιδέες ότι στο τέλος κερδίζει ο καλός και στο τέλος κάθε χοντρής σφαλιάρας είσαι ρέντι για νέα ξεκινήματα (καημένο…). Ακόμη κυνηγάς χαρτάκια. Πλέον έχουν μορφή πτυχίου, πιστοποίησης, μάστερ. Τα κυνηγάς και τα κορνιζώνεις κιόλας. (Βλάκα!).

Στα 30 προσπαθείς να αλλάξεις τον εαυτό σου (από μέσα προς τα έξω). Κάνεις μια κουβέντα με τα χοντρά κουσούρια σου, με τον κολλητό σου, με τον (έναν πλέον) γκόμενο σου. Ο κόσμος είναι ακόμη γεμάτος ανισότητες, αλλά υπάρχουν ακόμη προοπτικές. Να γίνεις καλύτερος – ή χειρότερος, γιατί όχι; - άνθρωπος, να γίνεις γονιός, να πάρεις έναν σκύλο, μια γάτα, κάτι τέλος πάντων που θα υφίσταται την προσπάθεια σου για αλλαγή (το κακομοίρικο…). Ο καλός δεν έχει πάρει παρτίδα ούτε για πλάκα, αλλά τουλάχιστον γνωρίζεις από πού έρχεται η σφαλιάρα. Ενίοτε φυλάγεσαι κιόλας.
Πάντως, εξακολουθείς να μαζεύεις χαρτάκια. Χρέη, επιταγές, ληξιπρόθεσμες οφειλές, κάρτες, λογαριασμοί. (Σκατά…)

Στα 40, επίσης προσπαθείς να αλλάξεις τον εαυτό σου (με φορά από έξω προς τα μέσα πια). Κάνεις μια κουβέντα με τον κώλο σου που φλερτάρει με το πάτωμα, το πηγούνι σου που βρίσκεται στα γόνατα, τα βυζιά που ανακαλύπτεις ότι μπορεί να φυτρώνουν και στην πλάτη από μια ηλικία και μετά. Όλα μαζί τα στέλνεις περίπατο στον πλαστικό αν έχεις φράγκα, στον περιφερειακό του Φιλοπάππου αν δεν έχεις. Επίσης, εξακολουθείς να κάνεις κουβέντες με τον κολλητό σου που είναι ακόμη εκεί, αλλά σε απόσταση ασφαλείας. Ο γκόμενος πάλι είναι αλλού, αλλά η απόσταση είναι χιλιομετρική. Έτη φωτός. Α, είσαι τόσο έξω φρενών που βαράς (κι εσύ) σφαλιάρες. Κυρίως σε ταξιτζήδες, σερβιτόρους, ποτέ σε αυτόν που πρέπει.
(Ο καλός δεν υπάρχει. Είναι σαν τον Άη – Βασίλη.)
Και τι περίεργο: η τσάντα σου είναι γεμάτη από χαρτάκια! Παραγγελιές από το αφεντικό σου, στάνταρ (πολλοί κι απλήρωτοι) λογαριασμοί, φυλλάδια από ταξίδια που δεν έκανες.

Στα 50 προσπαθείς να αλλάξεις ταπετσαρίες. Σερβίτσια. Κουρτίνες. Παθολόγο. Έχεις κόψει τις συνομιλίες με τον κώλο σου – με τον καθρέφτη, κυρίως – και με τον γκόμενο σου. (Συνεννοείστε με νοήματα. Και με σύμφωνα ή δίφθογγους. Ξέρεις: χμ, τς τςς, πστ!). Επίσης, έχεις κόψει τα τηγανητά, τα γλυκά, τα καυτερά ή απλώς τον παθολόγο. Το καλό είναι ότι έχεις συνηθίσει στις σφαλιάρες. Έχεις σκύψει πριν πέσουν και πάντα έχεις έτοιμο ένα κατάπλασμα. Όνειρα δεν έχεις πολλά, αλλά έχεις τρελή κούραση. Σ’ αρέσει να κοιμάσαι, να μη μιλάς πολύ, να μη σ’ τα ζαλίζουν.
Εννοείται ότι ξερνάς όταν ακούς για χαρτάκια που εν τω μεταξύ έχουν πολλαπλασιαστεί και είναι κακογραμμένα. Είναι απ’ τον γιατρό σου.

Στα 60 δεν μπορείς να αλλάξεις ούτε κανάλι. Άσ’ το να παίζει βλακείες. Σέρνεσαι όλη μέρα, αλλά πετάς τη σκούφια σου για εκδρομές με άλλα ραμολιά. Αν είσαι πολύ γκαντέμης, ερωτεύεσαι κιόλας. Και ξέρεις τι λένε για τους γεροντο-έρωτες. Αν είσαι πολύ τυχερός τραβάς κι ένα έμφραγμα πάνω (κυριολεκτικά) στην καψούρα και πηγαίνεις ευτυχής.
Αφήνεις πίσω σου τα χαρτάκια. Γενικώς.

Βέβαια, η νέα κυβέρνηση, το σκέφτηκε όλο αυτό. Και είπε να κάνει το σπορ πιο ευχάριστο. Να σε γυρίσει πίσω, στην ηλικία των 10. Τότε που τα χαρτάκια ήταν το «ζητούμενο» και το αγαπημένο σου παιχνίδι.
Να μια ενασχόληση καλύτερη από το κομπολόι και πιο υγιεινή απ’ το τσιγάρο: Μαζεύεις αποδείξεις. Κάνεις συλλογή. Ανταγωνίζεσαι φίλους, γνωστούς και συγγενείς. Γίνεσαι εχθρός με τον φούρναρη, τον υδραυλικό, τον κουρέα. Η ζωή σου αποκτά άλλο νόημα, ξαφνικά γίνεται ενδιαφέρουσα. Και το καλύτερο; Κάποιος την παίρνει μάτι. Με τη βοήθεια της εφορίας, φυσικά.
Σούπερ! Καλύτερο από Μπιγκ Μπράδερ! Και με φοροελαφρύνσεις!
Είσαι τόσο πωρωμένος μ’ αυτό το νέο σπορ που μπορείς με άνεση να καβατζάρεις τα 70. Εσύ νιώθεις ακόμη 10 και θες να μεγαλώσεις τη συλλογή σου με τα… χαρτάκια.

ΥΓ1: Πόσο μαλάκες πιανόμαστε- ανεξαρτήτως ηλικίας - , Θε μου, είναι ασύλληπτο.



ΠΗΓΗ ΦΩΤΟ: arxaiologia.gr

Παρασκευή 1 Ιανουαρίου 2010

Καλή χρονιά, γειτόνοι!


Νομίζω ότι δεν χρειάζεται να ξεκαθαρίσω ότι το πρώτο πόνημα που θα με συντροφεύσει τη νέα χρονιά, θα είναι εκείνο του κ. Αυτιά με τον εξαιρετικό τίτλο «Προσέξτε το ευρώ σας».
Είναι προφανές ότι ο άνθρωπος αναφέρεται σε μονάδα. Δεν λέει «προσέξτε ΤΑ ευρώ σας», διότι είναι σίγουρος ότι κανά 10ήμερο πριν τη νέα χρονιά, μετά βίας θα υπάρχει στην τσέπη μας 1 και αυτό θα το βάλουμε στην πίτα έναντι φλουριού.
Δεν βαριέστε! Εμείς να ‘μαστε καλά, τα ευρώ ας είναι λίγα, οι ευχές να είναι πολλές και οι πιθανότητες!

ΚΑΛΗ ΧΡΟΝΙΑ, ΓΕΙΤΟΝΟΙ!