Τρίτη 22 Νοεμβρίου 2011

Μ(η) Μ(ου) (Ε)ξηγείς. Κατάλαβα.

Σε παρακαλώ, αν έχεις την καλοσύνη, μη ρωτάς «γιατί» και κάνε έναν κόπο να συνηθίσεις γρήγορα στα «μη».

Όταν σε στέλνουν σε μια δουλειά, ή ακόμη κι αν έχεις χτυπήσει μόνος σου την πόρτα, ΜΗ ρωτάς για την αμοιβή σου. Θα σου πουν κάτι σχετικό, κάποια στιγμή.

Προς Θεού, ΜΗΝ τσινήσεις. Δεν θα είναι αυτό που φανταζόσουν, δεν θα είναι καν το κατώτερο των προσδοκιών σου. ΜΗ ρωτάς βλακείες. Οχι. Δεν θα συμπεριλαμβάνεται η ασφάλιση σε αυτό το ποσό.

ΜΗΝ το συζητήσεις.

Δεν έχει να κάνει με ‘σένα. Ούτε με την προϋπηρεσία. Ούτε με τις ικανότητες σου. Δεν απασχολούν κανέναν αυτά. Σε λίγο καιρό δεν θα απασχολούν ούτε εσένα.

ΜΗ φέρνεις αντιρρήσεις (και φυσικά – σ’ το ξαναλέω- μη ρωτάς «γιατί»). Αν η δουλειά πρέπει να γίνει έτσι, θα γίνει έτσι, πάει και τελείωσε. Αν δε σ’ αρέσει, εκεί είναι η πόρτα.

Τι εννοείς, όταν λες αλλιώς το φανταζόσουν; Το μέρος εδώ δεν έχει να κάνει με τη φαντασία σου, παιδάκι.

Τι διάολο, στραβός είσαι; Τι εννοείς, ότι είσαι από τους κατώτατους μισθούς και δεν τους παίρνει να σου κάνουν περικοπές; Τους παίρνει. ΜΗΝ αντιδράσεις. 50% κάτω; 50% κάτω.

Άνθρωπε, εκτός από στραβός είσαι και ηλίθιος; Δεν καταλαβαίνω τι θες να πεις, όταν κλαψουρίζεις ότι δεν είναι δυνατόν να παίρνεις τόσο λίγα χρήματα και να τα παίρνεις και με δύο (τρεις, τέσσερις, πέντε) μήνες καθυστέρηση. Είναι. Όπως και η πόρτα είναι. Εκεί. Που σου ‘δειξα προηγουμένως.

Έχεις τόοοοσα πράγματα να κάνεις, τόοοοση δουλειά και έχεις ακόμη καιρό να σκέφτεσαι ότι τα λεφτά είναι λίγα και οι απαιτήσεις πολλές; Ok, φίλε. Τράβα στον συνδικαλιστή της «γειτονιάς» σου.

Τι εννοείς, δεν τον εμπιστεύεσαι; Α, εσύ δεν υποφέρεσαι. ΜΗΝ ενοχλήσεις άλλους με αυτές τις ηλίθιες υποψίες σου. Αυτό υπάρχει, σ’ αυτό θα πας. Νομίζω, πάντως, ότι σου έδειξα που είναι η πόρτα, έτσι;

ΜΗ μου δείχνεις το μπλοκάκι σου. Δεν μπορώ να κάνω κάτι γι’ αυτό. Τι εννοείς ότι έχεις πληρώσει το ΦΠΑ, αλλά δεν έχεις πληρωθεί; Ας μην έκοβες απόδειξη. Τι εννοείς ότι αν δεν έκοβες, δεν θα πληρωνόσουν ποτέ; Μόνος σου το λες, λοιπόν. ΜΗ με ζαλίζεις. Το «αργά» είναι νωρίτερα απ’ το «ποτέ», οπότε περίμενε τώρα.

ΜΗ μου κουβαλάς τους λογαριασμούς πάνω στο τραπέζι των συσκέψεων. Το ξέρω ότι είσαι 5 μήνες απλήρωτος. Εγώ τι θες να κάνω; Ξαναρωτώ: την πόρτα στην έδειξα, ναι;

Να ρωτήσω και κάτι άλλο: ξέρεις πόσα παιδάκια πρόθυμα και μουγκά περιμένουν έξω από την πόρτα; Για τη δική σου δουλειά; Και σε πόσα μπορώ να μοιράσω τον δικό σου τον μισθό; Θα πάρω πέντε με 100 ευρώ το ένα και θα μου πουν και «ευχαριστώ»! Τράβα στη θέση σου, τώρα.

Άμα θες, μη σε κρατάμε.

ΜΗΝ κρίνεις την πολιτική της επιχείρησης. Τι εννοείς ότι ρίξαμε ένα σκασμό λεφτά σε διαφήμιση και αντί για το θέμα σου διαφημίζουμε το Cd; Είσαι τρελός;

Και ΜΗ φωνάζεις και πολύ. Σου βγαίνει τ’ όνομα ότι είσαι αναρχοκουμμούνι κι αν ξαναβρείς δουλειά, σφύρα μου.

Γράψε κάτι για το αφεντικό. Για τις αριστερές καταβολές του. Για το πόσο εντάξει είναι, πόσο συμπάσχει μαζί σου (σας), πόσο καταλαβαίνει την κατάσταση σου (σας), διότι έχει περάσει απ’ τη θέση σας, για το δάκρυ που κύλησε στο μάγουλο του, όταν σας ανακοίνωνε τις περικοπές.

Τι εννοείς «αυτά είναι καραγκιοζιλίκια»; Τι εννοείς πήρε τα φράγκα και τα επένδυσε στην εταιρεία της συζύγου; Είσαι βλάκας; Θες να απολυθείς; Τι εννοείς, όταν λες ότι δεν γίνεται να απολυθείς, αφού ποτέ δεν προσλήφθηκες; Μπορείς!

ΜΗ σέρνεσαι. ΜΗ γκρινιάζεις. ΜΗ γράφεις «επικίνδυνα» πράγματα. Χαμογέλα. Εσύ συμφώνησες σε όλο αυτό. Όταν έβλεπες ότι δεν πληρώθηκες τον πρώτο μήνα, τον δεύτερο, το δέκατο τρίτο, τι περίμενες; Κάνε δημόσιες σχέσεις, ποτέ δεν ξέρεις. Πάντα θα υπάρχει χώρος pay roll, «καμαριέρες» και παρκετέζες γραφείου.

Όταν κορόιδευες τον μαλάκα στο διπλανό γραφείο που σου έβγαζε φιλιππικούς περί «δουλίτσας» και «ψωμακίου», εσύ ήσουν ο έξυπνος; Κοίτα το, το παλλικάρι, πόσο πρόκοψε. Έβαλε και υποψήφιος στις εκλογές του σωματείου σου. Τι εννοείς, δεν βρήκε ούτε την ψήφο του μέσα; Τι εννοείς λούστηκε αυτά που κορόιδευε; Α, εσύ δεν έχεις σωτηρία μου φαίνεται.

Να βάλεις πλάτη για την επιχείρηση. Κι όταν έχει, θα σου δώσει. Άλλοι θα σκότωναν για να βρίσκονται στο μαγαζί που είσαι ΕΣΥ. Για να μη σου πω ότι θα πλήρωναν κιόλας. Αχάριστε, βλάκα, ψευτόμαγκα.

Ποιος νομίζεις ότι είσαι; Από που νομίζεις ότι βγήκες και ζητάς κανονικό μισθό, κανονική δουλειά, ασφάλιση και συνθήκες δημιουργικότητας; Απ’ το χρυσό τσουτσούνι;

Και που ‘σαι! Το «παραιτούμαι», το «-μαι», γράφεται με «-ε». Αγράμματε!


ΥΓ1: Αν αυτό θέλατε, αυτό πήρατε. Αλλά είναι σαφές ότι δεν θέλατε αυτό.


ΥΓ2: Και για να απαντήσω σε ένα φίλο που πολύ με εχτιμάει και πολύ με υπολήπτεται, αλλά όλα μου τα στέλνει ανώνυμα και «ντυμένα» με μία ευγενική απειλή (;). Όχι, φίλε. Το ζόρι στα ελληνικά media δεν ξεκίνησε με το «κανόνι» στον «Ελεύθερο Τύπο», επί Γιάννας. Πάει χρόνια πίσω, χωράει πολλούς και πολύ σύντομα θα χωρέσει περισσότερους. Και... όχι. Αθώα θύματα δεν υπάρχουν. Όλοι, κάπως, σε κάποια στιγμή, συμβάλαμε στην «καραμπόλα» που πήρε σβάρνα το Alter, την «Ελευθεροτυπία» και άλλα (πολλά) Μέσα. Ατέλειωτη η λίστα των εφημερίδων που άνοιγαν προεκλογικά – ή και όχι – και των περιοδικών που δεν κατάφεραν να συμπληρώσουν όχι πενταετία, αλλά ούτε χρόνο ζωής. Αν δεν σε απασχολούν τα μικρά ναυάγια, κάποια στιγμή θα ξαναζήσεις Τιτανικούς, σοφέ τύπε. Αλλά αυτές είναι αναλύσεις που γίνονται από κόσμο, ο οποίος παίρνει τον εαυτό του στα σοβαρά। Ούτε από ‘σένα, ούτε από ‘μένα.


ΥΓ3: Τα πράγματα στον Τύπο θα ήταν λιγότερο οδυνηρά, αν κάθε φορά που έπεφτε μια σφαλιάρα δεν ήσουν πρόθυμος να σκύψεις για να την αρπάξεις καλύτερα. Απλά πράγματα.

@ Τη φωτό τη δανείστηκα από το site lostbodies.gr.

Δευτέρα 7 Νοεμβρίου 2011

Σ'τα 'λεγα, Νίτσα μου! (Δεν πρόσεχες)...

Τι να σου πω κι εγώ, Νίτσα μου; Με τη ρόμπα με πιάνεις. Λύσσαγες δυο χρόνια τώρα ότι είναι καλό παιδί, από σπίτι και γενιά, και αθλητικό και μορφωμένο, και κυριλέ κι όσο χρειάζεται – για τον άντρα τον πρόστυχο – κάθικος, αλλά τα είδες τώρα τα χαμπέρια σου.

Σου ‘λεγε, σου ‘λεγε, σου ‘λεγε και ενώ αρνιόσουν του ‘κατσες. Μια τον λυπήθηκες, δυο τον συμπάθησες, τρεις δεν κρατιόσουν κι ήθελες να τον κουτουπώσεις (ποιον; ΑΥΤΟΝ!).

Ψηστήρι, ράουντ του, διότι είχε σκοπό ο κυριούλης. Εκ νέου στη σχάρα, Νίτσα μου. Ενώ σου τα ‘χε κάνει τόσα, δεν σου καθόταν. «Και το ‘χω και δε στο δίνω», ένα πράγμα και δώστ’ του να σε τηγανίζει, να σε φουντώνει, να ανάβει όλα τα κεριά και να εξαφανίζεται, έτσι για να ΄χεις να θυμάσαι.

Αλλά το χέρι πού το ‘χανες, που το ‘βρισκες, στον κώλο σου ήταν – με συμπαθάς, κιόλας – Νίτσα μου.

Σου ‘ταζε διακοπές, Κυριακές και δείπνα με κεριά, κάπου στο ενδιάμεσο σου ‘σκασε και το στούφο ότι είναι ύπανδρος, αλλά ποτέ δεν ήσουν των δεσμεύσεων και (μου) τσαμπούναγες ότι ο άνθρωπος μετράει και δώσ’ του να σου παπαριάζει το αυτί ότι μαζί θα κάμετε παπάδες και εκεί μπαίνει σε εφαρμογή το σχέδιον «εμπιστοσύνη».

«Εμπιστέψου με», σου ‘λεγε, Νίτσα μου και κόντρα «εμπιστέψου με, είμαι καλός άνθρωπος" και πόσο να θες και εσύ, άνθρωπος είσαι και λύγισες και τον εμπιστεύτηκες.

Και κάμετε δουλειές παρέα, Νίτσα μου, πλην όλων των άλλων, και σου βγαίνει η πίστη, Νίτσαααα, αλλά έχε χάρη που έχεις πειστεί για το όραμα κι ας μην έχει ούτε το πάρκινγκ να πληρώσει, ο ανεπρόκοπος, Νίτσα! Και να σε φουρκίζουν κι οι γύρω γύρω, που τσιφούτη τον ανεβάζουν, αναξιόπιστο τον κατεβάζουν και δε σε φτάνει η καψούρα, η καούρα κι η τρελή δουλειά να πρέπει να τον υπερασπίζεσαι κιόλας, τον μπαγλαμά.

Δεν χρειάζεται να σου πω, Νίτσα μου, ότι το χέρι του δεν έμεινε περιμετρικώς του πισινού σου. Το ένα. Διότι το άλλο χάιδευε και τον πισινό μιας άλλης, ενδεχομένως και τον πισινό μιας τρίτης, αλλά είσαι άνθρωπος προοδευτικός και δεν το ‘καμες θέμα, Νίτσα μου.

Και παραλλήλως δούλευες, εμπιστευόσουν, υπερασπιζόσουν (μωρή χαζή! Τον αγάπησες κιόλας;), αλλά και τυφλή δεν ήσουν, Νίτσα μου, φιλότιμη ήσουν. Έβλεπες, ότι πίσω από το ατσαλάκωτο κολάρο και το i-pad2, τρομάρα του, κρύβεται ο φίδιας ο ίδιος, αλλά μαζευόσουν.

Και βεβαίως, στην πορεία άρχισες να τσινάς, Νίτσα μου. Αυτό το «άλλα λέω, άλλα κάνω κι άλλα εννοώ», ήταν καλό μόνο για τον Μάλαμα. Κι ο φίδιας, Νίτσα μου ήταν και φάλτσος.

Αλλά και πάλι το βούλωνες, Νίτσα μου, γιατί σκεφτόσουν ότι σ’ αυτή την ηλικία, το κεφάλι του «καλού παιδιού»- «εμπιστέψου με», αποκλείεται να έχει σκατά μέσα.

Κάποτε κάποτε, ο «εμπιστέψου με» σου κουβάλησε και μια Γερμανίδα κουμπάρα και έναν Αμερικανό κοντοξάδελφο για να πειστείς ότι είναι άνθρωπος σοβαρός με δικτύωση και φερεγγυότητα. Τάχα μου δήθεν ότι τον έχουν ζητήσει κι απ’ άλλα κράτη και δεν είναι τόσο φίδιας, όσο φαίνεται κι ότι τον εκτιμούν στα εξωτερικά, γιατί είναι και κακοπαθημένος.

(Νίτσα, κάμε το σταυρό σου και να λες καλά που δεν σου κουβάλησε σύζυγο και πεθερά να γνωριστείτε κιόλα!).

Κι ενώ έχεις δώσει και το βρακί σου, Νίτσα μου, ανακαλύπτεις ότι ο «εμπιστέψου με», «κελαηδάει» πιο πολύ κι από το Twitter.

Στους απάνω μαχαλάδες ξέρουν ότι είσαι τεμπέλα, στους κάτω μαχαλάδες ότι είσαι αντροχωρίστρα και τον παρέσυρες και στην πλατεία σε φωνάζουν και πουτανάκι, Νίτσα μου. Χώρια που στη δικιά σου πλάτη, (Νίτσα μου), και δουλίτσες είχε κάμει κι άλλα τόσα ετοιμαζόταν να σκαρώσει και, και, και...

Όπως είναι φυσικό (και άργησες, Νίτσα μου), του ζητάς εξηγήσεις, τα κάνεις γυαλιά – καρφιά, δεν σε φτάνουν τα μάρμαρα του Συντάγματος να ξεθυμάνεις για την ευρύτερη ξεφτίλα κι εκείνος, αίφνης, στο παίζει... Σαρκοζί. «Μιλάτε μου στον πληθυντικό, γιατί είμαι κόρη ναυάρχου».

Και πάλι κορόιδο πιάνεσαι, Νίτσα. «Λες να τον προσέβαλα τον άνθρωπο;», συλλογιέσαι και ξαναβάνεις το κεφάλι κάτω.

Και ενώ σ’ έχει πείσει για το ανώτερον της ράτσας του που του δίνει το δικαίωμα να σε διασύρει, ένα ανοιξιάτικο πρωινό με μπόλικο ήλιο και πρώιμα μυγάκια, αποφασίζει να βάλει χέρι και στη δουλίτσα σου.

Και εκεί (επιτέλους) λαλάς και ξυπνάς, Νίτσα μου। Και τον πετάς έξω, σπρωχτό και σηκωτό και παίρνεις μέτρα και με ρωτάς τι άλλο να κάνεις.

Κράξ’τον, Νίτσα κι όπου τον πετυχαίνεις, κάνε οικονομία στο σάλιο από βραδύς και φτύσε σα να μην υπάρχει αύριο. Κι αυτόν και τους ομοίους του, γιατί όντως η ράτσα είναι μεγάλη κι η γενιά παλιά και έχει βασανίσει σαν κι εσένα, ουουου, πολύ κοσμάκη (Νίτσα).

Και τα καλύτερα, δεν σ’τα ‘πα, Νίτσα μου: Τον έχουν πάρει χαμπάρι, γενικώς. Και τα περί καλού παιδιού, μόνο η Γερμανίς κουμπάρα και ο Αμερικανός ξάδερφος τα «τρώνε» πλέον. Ο καθείς για τους λόγους του.

Άντε, Νίτσαααα! Περαστικά κι άλλη φορά να προσέχεις που ξεστραβώνεσαι! Αυτά τα αγόρια είναι μόνο για τη μαμά τους, ενίοτε και για τη σύζυγο που απολαμβάνει ύπνο βαθύ.

ΥΓ.: Οποιαδήποτε ομοιότητα με πραγματικά πρόσωπα είναι σατανικώς συμπτωματική. Η φωτό επροτιμήθη διότι το ραφείον τρέφει αδυναμίες. Στους άνδρες με γκρι σουρί και στις πρασινάδες και τα... κάγκελα.