
Πώς να ξεχαστείς, παιδί μου; Χώσε ένα δρακουλιάρικο με κυνόδοντες έξι πήχες, να χεστούμε πάνω μας, να μην κλείσουμε μάτι μέχρι τις 7 που ξεκινάει ο Αυτιάς και μετά δεν σ’ έχουμε ανάγκη.
Δε βαριέσαι... Σήμερα σκούπισα τις τελευταίες στάχτες από το μπαλκόνι μου. Μια εβδομάδα (το πιστεύεις; Μια εβδομάδα!!!) μετά το καρβούνιασμα της Αττικής, το ζήτημα έχει γίνει προεκλογικό ανέκδοτο κι ο κάθε κακομοίρης κομματικός υπάλληλος κλάνει πάνω στα καμένα.
Στο μεταξύ, όλα τα ‘χε η Μαριορή έπαθα και ρίντινγκ στρες. Μη γελάς καθόλου. Μου το ‘πε φίλη ψυχολόγος και εγώ τους επιστήμονες τους σέβομαι. Σε πιάνει, λέει, μια μανία να διαβάζεις ό,τι σέρνεται στη μπλογκόσφαιρα. Παθαίνεις ένα όβερντόουζ πληροφόρησης και μετά σε πιάνει κάτι, τύπου μελαγχολία. Δεν θες να «γαζώσεις» ούτε γραμμή, δεν θες να διαβάσεις άλλο, αλλά δεν θες να κλείσεις και το λαπ τοπ. Σκατοκατάσταση.
Λείπει κι ο κολλητός σε διακοπές – ο οποίος σου κάνει το ίντερνετ νια νια με δυο κουβέντες και σε κάνει να νιώθεις ντιπ μαλάκας – οπότε απογίνεσαι.
Αποφασίζεις, ωστόσο να απεξαρτηθείς. Όσοι κόβουν το κάπνισμα την πέφτουν στα εκλεράκια. Εσύ την πέφτεις στην χειροκίνητη ανάγνωση, κοινώς τη μη ηλεκτρονική. Με τέτοια μανία που φθάνεις στο σημείο να διαβάζεις και τα μικρά γράμματα στο χαρτί τουαλέτας, όταν πας για την ανάγκη σου (όποια από τις δύο, δεν έχει σημασία).
Κλείνεις το λαπ τοπ να βρεις γιατρεία και άθελα σου ξεκωλιάζεις τις βιβλιοθήκες. Τις δικές σου, των κολλητών, της θείας Μερόπης με τους τσελεμεντέδες. (Λογικά την επόμενη φορά που θα πιάσω τσουκάλι, ο Μποτρίνι θα ξεκαρφιτσώσει τα Μισελέν του).
Για να αποτοξινωθείς από το ίντερνετ, διαβάζεις δυο τσουβάλες βιβλία, από τα οποία μέχρι τα τέλη Οκτωβρίου είναι μαθηματικώς βέβαιο ότι δεν θα θυμάσαι ούτε λέξη.
Το ρίντινγκ στρες, λέει, φέρνει και υπερένταση. Θες να κοιμηθείς, σκοτώνεις για ένα γαμάτο οχτάωρο χορταστικού ύπνου, αλλά η μάτα δεν κλείνει με τίποτα. Και την ώρα που κλείνει (επιτέλους), το δάχτυλο σου αυτονομείται και (νομίζει ότι) πατάει το on στο λαπ τοπ. Σ’ αυτή τη φάση την πληρώνει η πλάτη του από ώρες κοιμώμενου ετέρου δυομίσεως που το δόλιο πιστεύει ότι το σκουντάς γιατί κάτι θέλεις να του πεις, κάτι σου στάθηκε νυχτιάτικα. Ξυπνάει εκείνο, ξυπνάει κι εσένα – τύπου «τι έγινε; Τι θες; Μας πιάσανε;» - σε βρίζει, το βρίζεις, εκείνο ξανακοιμάται κι εσύ (ξανα) βρυκολακιάζεις.
Όλα αυτά, τέλη Αυγούστου. Στο τσακ, στην εκπνοή. Που όλοι έχουν γυρίσει ορεξάτοι για στύψιμο (και εκεί κατά τον Οκτώβρη είναι έτοιμοι για αλλαγή βαλβίδας).
Είναι η εποχή που έχεις να αντιμετωπίσεις (εκτός από απληρωσιές, ημι-εργασίες, κέρατα τράγια και άλλα) δύο πράγματα:
α) Εκείνη τη σιχαμένη ευχή «άντε βρε! Καλό χειμώνα!». Τι λες μωρή τρελή; Μας βαράει ο θείος Κέλσιος με κάτι ξεγυρισμένα σαραντάρια μέχρι τον Νοέμβριο, κάνουμε κρα για να δροσίσει, και μου ‘χεις κουβαληθεί στο ραφείο με τη μπότα και τη καμπαρντίνα από τις 30 Αυγούστου;;;
β) Το σύνδρομο της «Πρώτης Δημοτικού». Νέα σχέδια, νέες ιδέες, ΔΕΘ, «θα κάνουμε», «θα ράνουμε», «θα φτιάξουμε». "Θα είμαστε οι πρώτοι", "θα τους πάρουμε τα σώβρακα". Ναι. Θα πάμε και στο Τζάμπο να πάρουμε τετράδια και κασετίνες.
Λοιπόν, για να μην σας τα ράψω τσουρούτικα φέτος και κυκλοφορείτε όλο το εξάμηνο με τα βαφτιστικά σας:
1) Μην ακούσω «καλό χειμώνα» πριν τις 15 Νοεμβρίου.
2) Μην τολμήσει άνθρωπος και μου πει ότι σχεδιάζει οτιδήποτε άλλο, εκτός από τσόντα Σαββατοκύριακα στις ήδη κουτσουρεμένες διακοπές του, την έβαψε.
Και να μην το ξεχάσω: καλή λευτεριά στους κυρίους και τις κυρίες που κάνουν πρεμιέρα 31 Αυγούστου – καθόλου δεν μας λείψατε…- με γραβάτες, κουστουμάτζες και βαβουροπατάτες από δίπλα να σχολιάζουν προς δήθεν την επικαιρότητα.
Εκεί να τον πείτε τον «καλό χειμώνα» να πιάσει και τόπο.
ΠΗΓΗ ΦΩΤΟ: cartoonstock.com