
Με απάθεια Τζαμαϊκανού καλλιτέχνη περιφέρω το σαρκίο μου από (γ)ραφείο σε (γ)ραφείο, αφήνω ηδυπαθώς βιογραφικά, απαντώ μονολεκτικά σε τσίρκουλο ερωτήσεις («...Kαι τι είστε διατεθειμένη να κάνετε για το «μαγαζί»; - Να το βλέπω να καίγεται;) και δέομαι αδύναμα να μπουκάρει επιτέλους ο χειμώνας από παντού.
Στο μεταξύ, πιάνω κουβέντα με κακογαμημένες γραμματείς (κακό σημάδι), περιμένω 4 ώρες έξω από το γραφείο ενός γκράντε Μπαρμπά – Μαλάκα κι όταν έρθει η σειρά μου (επιτέλους) χαμογελάω αλά Κολγκέιτ, φεύγω με επιδεικτικό κουνιολύγισμα και γενικά αντιδρώ… άσχετα!
Αν ο «γκράντε» είναι και κάπως πιο ζάβαλος, μπορεί να πατήσω τη μοκετούλα του, να καθίσω κανά 10λεπτάκι για μια μίνι συζήτηση – καγκουρό (απ’ αυτές που πηδάς από θέμα σε θέμα: καιρός, κακές συγκοινωνίες, αστικές αγένειες, κρίση, σκατά με ρίγανη, ναι πόσο ωραία τα λέτε) και να φύγω τρέχοντας πριν προλάβει να θυμάται τη φάτσα μου στο επόμενο μισάωρο (γιες!!!).
Σκέφτομαι ότι θα έχω μια πρώτης τάξεως δικαιολογία να βγαίνω από το σπίτι μόνο για τσιγάρα, να τρώω ένα σκασμό σοκολάτες και να προφασίζομαι χοντρή γρίπη στον απερίσκεπτο εκείνο άνθρωπο που θα αποφασίσει να με προσλάβει (πενθήμερο, πεντάωρο, 400 ευρώ) και να μου σκλαβώσει έναν ακόμη χρόνο από τη ζωή μου για να του γαζώνω κορωνάτες παπαριές και να σπαταλάω τον ύπνο μου σε κουλαμάρες.
Πριν από 5 χρόνια θα έκλαιγα γοερά για το κακό που με βρήκε, θα έτρεχα πανικόβλητη με «χρυσές ευκαιρίες» και στα δύο χέρια και θα μούτζωνα πάνω – κάτω – δεξιά κι αριστερά για την τύχη μου την πουτάνα, τον κόσμο που είναι κακός, την γαμημένη ανατροφή που μου ‘δωσε η μαμάκα μου, την ξεχασμένη επιλογή να γίνω αεριτζού και να βγάζω 3.000 ευρώ το μήνα.
Αντί αυτού σέρνω μια γελοία χαρούμενη «στ’ αρχίδια μου» διάθεση, η κάθε μου ατάκα καταλήγει σε ένα μεγαλοπρεπές «δε γαμείς» και αν αρχίσω να λέω και «έχει ο Θεός» θα είμαι απολύτως σίγουρη ότι πρόωρη κλιμακτήριος χτύπησε την πόρτα μου και υπερηφάνως βαδίζω προς αυτό που οι άνθρωποι αποκαλούν γηρατειά.
Θες απόδειξη; Ξαφνικά πιστεύω ότι η τύχη μου παραείναι γαλιάντρα μαζί μου, ο κόσμος δεν είναι κακός, αλλά ταλαίπωρος και η ανατροφή που μου δώκανε στο σπιτάκι μου ήταν μια χαρά, απλώς υποφέρει από κακό τάιμινγκ. Στο 1800 ας πούμε θα ήμουν απολύτως κουρδισμένη.
Αμ το άλλο; Που το πας το άλλο; Όλοι ξαφνικά μου μιλάνε για το κλιμάκιον μου. Και μου μιλάνε με τρόπο που αν εγώ ήμουν άντρας και το κλιμάκιον μου πέος, θα ήμουν ο πιο ευτυχής καβαλάρης στην οικουμένη. «Είναι πολύ μεγάλο, πολύ υψηλό, πρέπει να το ξανακοιτάξουμε, αν δεχόσασταν κι εσείς να το ρίξουμε λίγο και να βρεθούμε σε μια συνεννόηση». Καταλαβαίνεις τώρα, η κουβέντα, αναπόφευκτα γίνεται σεξιστική και επειδή κατά βάθος είμαι πολύ… τζέντλεμαν, εννιά στις δέκα δεν δύναμαι να τη συνεχίσω.
Κι αντί να κάτσω να σκεφτώ τη χλαπαταγή που με περιμένει στο τέλος του μήνα (νοίκι, νερό, φως, τηλέφωνο, λοιπά τοκοχρεολύσια) και να πέσω στα γόνατα εκλιπαρώντας για οτιδήποτε, έχω διάθεση κανιβαλίζουσα και διλήμματα του τύπου «οι λεοπάρ γόβες πάνε μόνο με μαύρα ή να το σπάσω με κανά φούξια τσαντάκι να ξαλεγράρει το ντεπιές;».
Τέτοια αποστασιοποίηση μιλάμε. Μπα σε καλό μου! Φταίει κι ο κολλητός (τ’ ακούς βρε μπάρμαν του γλυκού νερού;) που μου λέει ότι έχει καλό φίλινγκ και άλλα τέτοια μαλακτικά.
Δε γαμείς… (να το πάλι!).
Όσο ακόμη κρατεί η καλοκαιρία – μην ακούτε για βροχές, νεράκι βιαστικό θα είναι – να πάτε μια βόλτα μέχρι το Μουσείο της Ακρόπολης, να δείτε κανά χριστιανό που δεν θα σας φορτώσει με προβλήματα του και να πάρετε μπόλικες σοκολάτες για προμήθειες.
Θα τις χρειαστούμε φέτος τις κολασμένες, το βλέπω.
Υγ.: Τι ωραία που έχει βολέψει τους μπαρμπάδες η οικονομική κρίση! Προσλαμβάνουν αβέρτα κόσμο με 500 ευρώ, (αν)ελαστικό ωράριο εργασίας, μηδέν ένσημα, μηδέν παροχές, κάργα αγγαρεία και απόλυση επειδή ανάσανες στραβά. Μάνα,ε, μάνα: Πιάσε ένα πάπλωμα ακόμη! Φέτος θα πέσω σε χειμερία νάρκη!
ΠΗΓΗ ΦΩΤΟ: clubtroppo.com.au
Στο μεταξύ, πιάνω κουβέντα με κακογαμημένες γραμματείς (κακό σημάδι), περιμένω 4 ώρες έξω από το γραφείο ενός γκράντε Μπαρμπά – Μαλάκα κι όταν έρθει η σειρά μου (επιτέλους) χαμογελάω αλά Κολγκέιτ, φεύγω με επιδεικτικό κουνιολύγισμα και γενικά αντιδρώ… άσχετα!
Αν ο «γκράντε» είναι και κάπως πιο ζάβαλος, μπορεί να πατήσω τη μοκετούλα του, να καθίσω κανά 10λεπτάκι για μια μίνι συζήτηση – καγκουρό (απ’ αυτές που πηδάς από θέμα σε θέμα: καιρός, κακές συγκοινωνίες, αστικές αγένειες, κρίση, σκατά με ρίγανη, ναι πόσο ωραία τα λέτε) και να φύγω τρέχοντας πριν προλάβει να θυμάται τη φάτσα μου στο επόμενο μισάωρο (γιες!!!).
Σκέφτομαι ότι θα έχω μια πρώτης τάξεως δικαιολογία να βγαίνω από το σπίτι μόνο για τσιγάρα, να τρώω ένα σκασμό σοκολάτες και να προφασίζομαι χοντρή γρίπη στον απερίσκεπτο εκείνο άνθρωπο που θα αποφασίσει να με προσλάβει (πενθήμερο, πεντάωρο, 400 ευρώ) και να μου σκλαβώσει έναν ακόμη χρόνο από τη ζωή μου για να του γαζώνω κορωνάτες παπαριές και να σπαταλάω τον ύπνο μου σε κουλαμάρες.
Πριν από 5 χρόνια θα έκλαιγα γοερά για το κακό που με βρήκε, θα έτρεχα πανικόβλητη με «χρυσές ευκαιρίες» και στα δύο χέρια και θα μούτζωνα πάνω – κάτω – δεξιά κι αριστερά για την τύχη μου την πουτάνα, τον κόσμο που είναι κακός, την γαμημένη ανατροφή που μου ‘δωσε η μαμάκα μου, την ξεχασμένη επιλογή να γίνω αεριτζού και να βγάζω 3.000 ευρώ το μήνα.
Αντί αυτού σέρνω μια γελοία χαρούμενη «στ’ αρχίδια μου» διάθεση, η κάθε μου ατάκα καταλήγει σε ένα μεγαλοπρεπές «δε γαμείς» και αν αρχίσω να λέω και «έχει ο Θεός» θα είμαι απολύτως σίγουρη ότι πρόωρη κλιμακτήριος χτύπησε την πόρτα μου και υπερηφάνως βαδίζω προς αυτό που οι άνθρωποι αποκαλούν γηρατειά.
Θες απόδειξη; Ξαφνικά πιστεύω ότι η τύχη μου παραείναι γαλιάντρα μαζί μου, ο κόσμος δεν είναι κακός, αλλά ταλαίπωρος και η ανατροφή που μου δώκανε στο σπιτάκι μου ήταν μια χαρά, απλώς υποφέρει από κακό τάιμινγκ. Στο 1800 ας πούμε θα ήμουν απολύτως κουρδισμένη.
Αμ το άλλο; Που το πας το άλλο; Όλοι ξαφνικά μου μιλάνε για το κλιμάκιον μου. Και μου μιλάνε με τρόπο που αν εγώ ήμουν άντρας και το κλιμάκιον μου πέος, θα ήμουν ο πιο ευτυχής καβαλάρης στην οικουμένη. «Είναι πολύ μεγάλο, πολύ υψηλό, πρέπει να το ξανακοιτάξουμε, αν δεχόσασταν κι εσείς να το ρίξουμε λίγο και να βρεθούμε σε μια συνεννόηση». Καταλαβαίνεις τώρα, η κουβέντα, αναπόφευκτα γίνεται σεξιστική και επειδή κατά βάθος είμαι πολύ… τζέντλεμαν, εννιά στις δέκα δεν δύναμαι να τη συνεχίσω.
Κι αντί να κάτσω να σκεφτώ τη χλαπαταγή που με περιμένει στο τέλος του μήνα (νοίκι, νερό, φως, τηλέφωνο, λοιπά τοκοχρεολύσια) και να πέσω στα γόνατα εκλιπαρώντας για οτιδήποτε, έχω διάθεση κανιβαλίζουσα και διλήμματα του τύπου «οι λεοπάρ γόβες πάνε μόνο με μαύρα ή να το σπάσω με κανά φούξια τσαντάκι να ξαλεγράρει το ντεπιές;».
Τέτοια αποστασιοποίηση μιλάμε. Μπα σε καλό μου! Φταίει κι ο κολλητός (τ’ ακούς βρε μπάρμαν του γλυκού νερού;) που μου λέει ότι έχει καλό φίλινγκ και άλλα τέτοια μαλακτικά.
Δε γαμείς… (να το πάλι!).
Όσο ακόμη κρατεί η καλοκαιρία – μην ακούτε για βροχές, νεράκι βιαστικό θα είναι – να πάτε μια βόλτα μέχρι το Μουσείο της Ακρόπολης, να δείτε κανά χριστιανό που δεν θα σας φορτώσει με προβλήματα του και να πάρετε μπόλικες σοκολάτες για προμήθειες.
Θα τις χρειαστούμε φέτος τις κολασμένες, το βλέπω.
Υγ.: Τι ωραία που έχει βολέψει τους μπαρμπάδες η οικονομική κρίση! Προσλαμβάνουν αβέρτα κόσμο με 500 ευρώ, (αν)ελαστικό ωράριο εργασίας, μηδέν ένσημα, μηδέν παροχές, κάργα αγγαρεία και απόλυση επειδή ανάσανες στραβά. Μάνα,ε, μάνα: Πιάσε ένα πάπλωμα ακόμη! Φέτος θα πέσω σε χειμερία νάρκη!
ΠΗΓΗ ΦΩΤΟ: clubtroppo.com.au