
(απλώς, εθισμένοι στην παρλαπίπα των social media. Ok, τώρα;)
Φοβόμουν πολύ καιρό να το γράψω, αλλά για να ‘μαι ειλικρινής τώρα πια δεν με πολυ-αφορά. Είναι χρόνια τώρα που πιστεύω, ότι όταν κάποιος πολυβγαίνει στο «γυαλί», ας είν’ κι ο Πάπας της Ρώμης που λέει ο λόγος, μοιραία, όσο και χαλύβδινος χαρακτήρας να ‘ναι, δυο πράγματα του συμβαίνουν: σταδιακώς την «ακούει τέρμα» και μετά ψιλο-γελοιοποιείται.
Δυστυχώς, και υποθέτω λόγω επαγγέλματος, το είδα να συμβαίνει πολλές φορές, ακόμη και με κόσμο που πίστευα ότι εκτιμούσα και μετά ψιλοσιχάθηκα και ακόμη πιο μετά μου ‘βγαιναν συναισθήματα καθαρού οίκτου. (Εκείνο το αυθόρμητο, «α, τον καημένο» που σου βγαίνει, όταν βλέπεις θεάματα σαν τη Τζούλια – τη γνωστή – ή τον Κίμωνα και μετά σκυλομετανιώνεις που ξεστόμισες τέτοιο πράγμα για έναν ταλαιπωρημένο συνάνθρωπο. Αυτό).
{Α, και προς Θεού, με όλο αυτό δεν εννοώ ότι εχτιμούσα ποτέ την Τζούλια ή τον Κίμωνα. Μην τρελαθούμε, κιόλας}.
Φαντάζομαι – δεν κατέχω από ντρόγκες– ότι η τηλεόραση είναι κάτι σαν ναρκωτικό, κάτι που σε κάνει να νιώθεις σαν τον Πανάγαθο ένα πράμα, πανταχού παρών και τα πάντα ελέγχων και φυσικά πρώτο τραπέζι πίστα στα καλύτερα, από τα highlands του Κολωνακίου μέχρι τον περίπτερα της γειτονιάς σου.
Στην πορεία βέβαια αποκτάς κουσουράκια που γράφουν ακόμη και στη μουρίτσα σου. Κάνεις κάτι γκριμάτσες τύπου ψυχιατρείο, μιλάς πιο θεατράλε, μ’ έναν στόμφο ανεξήγητο, με μια φόρα σα να κάμεις διάγγελμα, γενικώς βγάζεις γέλιο, αλλά έλα που έχεις αρχίσει ήδη να εθίζεσαι στα ρεζιλίκια, άσε που τη βρίσκεις, κιόλας.
Και μετά έρχονται οι κριτικές, (ενίοτε κι από κάτι τιποτένιες σαν τα μούτρα μου) και αισθάνεσαι, ΕΣΥ η τηλεπερσονα, αδικημένη, αλλά κυρίως πανέτοιμη να μου κανείς τα μούτρα κρέας και αν μου βαστάει κι έχω τα κότσια ας βγω να μετρηθούμε στο γήπεδο σου.
Είναι το σημείο που έχεις χάσει τελείως τη μπάλα, δεν σε φτάνει να μου την πεις, θες να μου απαντάς από παντού, μπλέκεις μέσα και τα social media και δεν σταματάς να μιλάς ακόμη κι όταν ψοφησω που λέει ο λόγος. (Μιλάμε για καημό!).
Και καλά να είσαι τηλεπερσόνα, που είναι στη φύση σου και στη φύση αυτού που νομίζεις ότι (εξ)υπηρετείς, να τα κάμεις σκατά! Αλλά όταν είσαι συγγραφέας, τι γίνεται;
Είναι κανά δεκάρι μέρες που γίνεται της Υπαπαντής και ενώ καίγεται κυριολεκτικά ο κώλος μας, το πλήθος μέγα και μικρό ασχολείται με ερωτήματα τύπου: είναι άραγε οι συγγραφείς πουτάνες; Υπάρχουν άραγες πληρωμένοι κοντυλοφόροι; Μπορεί ένας “ανώνυμος blogger” (άλλη ανόητη καραμέλα κι αυτή) να κρίνει την πνευματική ζωή του τόπου;
(Που κολλάει η τηλεόραση; Κολλάει).
Μα τω Χριστώ, δεν με νοιάζει η ουσία της κόντρας. Πάντα θα υπάρχει ένας καλός ή ένας ανάξιος λόγος για να γίνεται ο κόσμος μαλλί – κουβάρι.
Και πάντα θα υπάρχουν πρόθυμοι «στόχοι», αλλά και καλές δούλες προκειμένου να μεταφέρουν αυτή την κόντρα στο «γυαλί». Αλλά στα social media, ρε γαμώτο; Οι μπουγάδες, τα μανταλάκια κι όλο το νερό της γούρνας; Γιατί; Και στο Twitter και στο Facebook οι ζαβές πρακτικές της τηλεόρασης;
Και πας και απαντάς ΕΣΥ, που δεν είσαι τηλεπερσόνα, αλλά συγγραφέας.
Εσύ που ξέρεις τη δύναμη των λέξεων και την υπεροχή της ψυχραιμίας κι από τουί σε ριτουί και ξαναμανά – ριτουί ανακατεύεις τη χαβούζα του διαδικτύου με κουτάλα που μόνος σου πήρες με τα χεράκια σου. Και το ωραίο; Σε σιγοντάρουν σ’ αυτό το ανακάτεμα όχι μόνο οι φανατικοί σου «αναγνώστες», άλλα αρρωστάκια κι αυτά του διαδικτυακού ξεσκίσματος, αλλά και οι όμοιοι σου συγγραφείς.
Και ξεφωνίζεις ότι η οργή και το δίκιο σε πνίγουν και γλώσσα δε βάζεις μέσα και την Κατίνα της γειτονιάς που κάποτε την έφτανε και την περίσσευε το να βγει στην τηλεόραση, τώρα είσαι ικανός να μου την κουβαλήσεις μέχρι το LinkedIn. Και μου το ονομάζεις αυτό δημόσιο διάλογο...
Άμε, πουλάκι μου, παραπέρα. Βρες μια κάμερα να τα πεις ή γράψε ένα βιβλίο. Σε κάθε περίπτωση θα κερδίσει το διαδίκτυο, θα σωθεί το Facebook από την παράκρουση και θα επανέλθει το Twitter στα συγκαλά του, τύπου «καλημέρα τουϊτάκια μου!!! Σήμερα σηκώθηκα και έκαμα τσισάκια!».
ΥΓ.: Και μετά έρχεται ο Χριστιανόπουλος (που ποτέ δεν χώνεψα την εμπάθεια του με τον Ελύτη, αλλά ok) και σου λέει λιτά, ευγενικά και αυστηρά ότι δεν θέλει το βραβείο Λογοτεχνίας. Κοινώς, πάρτε και βάλτε το στο... ράφι σας. Πως να μην τον σεβαστείς, τον σοφό, μέσα σε τόση παρλαπίπα;