Ίντερβιου. Στην Ελλάδα δεν πρέπει να υπάρχει πιο παρεξηγημένη διαδικασία.
Πας, ας πούμε, μία ωραία πρωία για να συζητήσεις με κάποιον κυριούλη, που μεγάλη όρεξη την έχει να επενδύσει στις κοπτοραπτικές…
Ωραίαααα! Σε πρώτη φάση σου κλείνει ραντεβού, ενώ στο τηλέφωνο σε έχει ζαλίσει στις κολακείες – «εγώ θέλω κάποια / -ον σαν κι εσάς, να το ξέρει το αντικείμενο, να είναι συνεπής, να ξέρει τι φουστάνι ράβει, μπλα μπλα μπλα» - κοινώς σου τα ‘χει κάνει τσουρέκια πασχαλινά, τόσο πια, που λες, «δεν μπορεί, ας πάω, να δω τουλάχιστον πόσο καραγκιόζης είναι».
Βάζεις τα σιδερωμένα σου, παίρνεις και ένα ημισοβαρό ύφος, τσιμπάς απ’ το συρτάρι και κανά δυο τρία, σαραντά τρία δείγματα δουλειάς, να μη μας πάρουνε και για χθεσινούς, φοράς και ένα μέτριο τακούνι για να μην ξεγοφιαστείς – αν είσαι γυναίκα- και πηγαίαιαινεις!
Συνήθως, το… ίντερβιου γίνεται στο γραφείο του καραγκιόζη και εφ’ όσον έχεις κλείσει 45 λεπτά στην αναμονή, έχεις κοζάρει όλες τις γραμματείς και έχεις πιει στην καλύτερη των περιπτώσεων 3 καφέδες.
Κάποια στιγμή και ενώ αρχίζεις να τα παίρνεις στο κρανίο και είσαι έτοιμος/-η να σηκωθείς να φύγεις, ανοίγει η πόρτα και βγαίνει ο προύχοντας.
Συνήθως, το άνοιγμα της πόρτας συνοδεύεται από ένα χοντροκομμένο «ω! την αγαπητή/-ό» και ένα σιχαμένο ταπ ταπ στην πλάτη και οι δυο σας περνάτε στα ενδότερα.
Κι εκεί βγαίνει το τσίρκο με όλα τα ζώα ιν φτροντ οφ γιορ άις.
Το τι ακούς – δεν λέγεται.
Το τι βλέπεις – δεν περιγράφεται.
Το τι μαλακίες συλλέγεις στο ειδικό κουτάκι για τέτοιες περιπτώσεις - είναι πέρα από κάθε φαντασία.
Ο τύπος – που έχεις απέναντι σου – θέλει να γίνει Μέρντοχ τουλάχιστον, δεν το συζητάμε – και εσύ ακούς στωικά τα σχέδια, μέχρι να φτάσουμε στο ζητούμενο: τι ζητάει από ‘σένα και κυρίως πόσο προτίθεται να πληρώσει αυτό που ζητάει.
Το πρώτο σκέλος – τι ζητάει, δηλαδή – το πληροφορείσαι άμεσα.
Θέλει αυτό και τούτο και κείνο, θέλει και λίγο Κωστέτσο, αλλά να μοιάζει με Ντιόρ και στο βάθος να ξεχωρίζει λίγο Γκαλιάνο.
Κοινώς, θέλει την μάνα του και τον πατέρα του, στο πανηγύρι της Άνω Παναγιάς, λίγο πριν τον 15αυγουστο.
Οκέι, λοιπόν.
Και έρχεται η σειρά σου. Να μην πεις κι εσύ τι θέλεις για την υπερπαραγωγή;
Όχι. Να βουτήξεις τα χαρτιά σου και να πας σπίτι σου, αγαπημένη/- ε.
Διότι, θα δουλεύεις κανά μήνα (στην καλύτερη περίπτωση), αλλά το επίμαχο δεν θα το έχεις συζητήσει ακόμη.
Στο μεσοδιάστημα ο καραγκιόζης θα σου έχει ζητήσει να γίνεις ο Καβάλι ο ίδιος και που ‘σαι; Τι παράξενο… Δεν θα ‘σαι πια ο…αγαπητός.
Σε κάθε τηλεφώνημα, σε κάθε – μη χέσω – μίτινγκ θα είσαι ο «ρε, συ!».
Εκτός…
Εκτός κι αν αποφασίσεις, ανεξαρτήτως γένους να γίνεις μπόσις μπιτς – κι όταν λέω μπιτς δεν εννοώ την παραλία – και καταφέρεις εξ αρχής να συστηθείς, όπως συστηνόταν ο εκ Ρωσίας νικητής της Γουροβίζιον, Ντίμα Μπίλαν: «Χαλόου. Άι έμ Ντίμα Μπίλαν, μπιγκ σταρ ιν Ράσα!».
Αν πάλι δεν κάνεις το παραπάνω, και έχεις αποφασίσει αμέσως μετά το Ίντερβιου να πας για καφέ, απλώς υφίστασαι τον παπάρη να σου λέει για τον «επικεφαλή» που θέλει «να σε διορίσει», χαιρετάς ευγενικά και τον στέλνεις αλλού να βρει κότσους.
Μετά από πολλά χρόνια, και ενώ έχεις κάνει συλλογή από παπαριές και καραγκιόζηδες, έχεις να λες στα εγγονάκια σου μένι – μένι στόρις αμπάουτ ιντερβιους φορ τζοβ ιν Γκρις, γελάτε όλοι ευτυχισμένοι και ελπίζεις ότι τα εγγόνια σου δεν θα κακοπέσουν σε τέτοια αθύρματα.
ΑΣΧΕΤΟ: Παρακαλείται όποιος γνωρίζει τι μάρκα παπούτσια φορούσε η Καλομοίρα στον τελικό, καθώς και η εκπρόσωπος της Νορβηγίας να στείλει εδώ!!!
ΠΗΓΗ ΦΩΤΟ: ir.vtbearcompany.com