* "Έχω φτάσει ως τη γραμμή που παύει η νοσταλγία και η σταγόνα το δάκρυ γίνεται αλάβαστρο από πνεύμα"
«Όταν εσύ κοιμάσαι, οι κούκλες σου σηκώνονται και χορεύουν για να ξεμουδιάσουν. Όσο δεν κοιμάσαι τις αναγκάζεις να μένουν ακίνητες και τις κουράζεις…».
Με κάτι τέτοια καραγκιοζιλίκια και ψεύδη αξίας μισής καραμέλας, η δόλια μάνα (μου) προσπαθούσε να με βάλει για ύπνο. Τα ζαβά υπερκινητικά παιδάκια (σαν κι εμένα) δεν έχουν οδηγίες χρήσεως. Κοιμούνται παντού, όποια ώρα της μέρας, εκτός από το κρεβάτι τους και την ώρα που πρέπει. Όσο για το ψέμα; Τα μισά απ’ τα λιγοστά εγκεφαλικά μου κύτταρα, πρέπει να τα «έκαψα» σ’ εκείνη ακριβώς την ηλικία, απ’ τις αμέτρητες ώρες πονηρού λουφάγματος κάτω απ’ τα σκεπάσματα, παραφυλώντας τις κούκλες να ξεκινήσουν να κυνηγιούνται. Αδύνατον! Οι άτιμες ήταν τόσο έξυπνες που κουτοπόνηρα τσογλανάκια σαν κι εμένα γλάρωναν ξερά, ακριβώς την ώρα που αποφάσιζαν να ξεκουνήσουν το ποδάρι τους για ν’ αρχίσουν τις ανταρσίες μέσα στο κοιμισμένο σπίτι.
Εννοείται ότι ποτέ δεν τις τσάκωσα να χορεύουν βραδιάτικα. Μέχρι φέτος. Δυο φορές. Η πρώτη ήταν τον χειμώνα, κάπου στην Ερμού (κάτι σας είχα κουτσογράψει γι’ αυτό, εδώ: http://koptoraptou.blogspot.com/2008/10/blog-post_19.html ). Η δεύτερη ήταν πριν από λίγες μέρες, στη Διονυσίου Αρεοπαγίτου.
…
Η σιχαμένη ζέστη του Ιουλίου έκλεψε τη λιγοστή δουλειά από το φασονατζίδικο, οπότε ώρες για σκότωμα και περπατούρα, κάργα. Κατηφορίζαμε προς Θησείο με το έτερον δυόμιση να προσπαθεί να μου φτιάξει το ανύπαρκτο κέφι, όταν ξαναπέσαμε πάνω σ’ αυτή την περίεργη «οικογένεια». Η Μαριλένα, η Σταυριάννα και ο Ντανιέλ. Στα χέρια του Ντανιέλ ένα βιολί και στα χέρια της Σταυριάννας, η Μαριλένα. Δεν ξέρω ποιος από τους τρεις είναι πιο ζωντανός, πάντως αν υπάρχει άγιος για τους καλλιτέχνες του δρόμου, να τους έχει και τους τρεις πεντάγερους. Λέω τρεις, γιατί έχω ήδη ξεχάσει ότι η Μαριλένα είναι μαριονέτα, κούκλα δεμένη στη ζωή με σκοινιά, μια ζωή που φυσάει μέσα τους με φόρα η Σταυριάννα.
Το έτερον δυόμιση με σπρώχνει σχεδόν να τους μιλήσω -«ρε ματάκια, τι ντρέπεσαι;»- κι εγώ μισό μέσα μου, μισό έξω μου ψιθυρίζω ότι δεν είναι δυνατόν αυτή η γυναίκα, όταν γυρίζει σπίτι να πετάει την κούκλα σε έναν καναπέ και να ασχολείται με τη φασίνα. Λίγες μέρες αργότερα, ακριβώς κάτω απ’ την Ακρόπολη, με τα αποτσίγαρα μας να κάνουν παρέλαση, μου εξήγησε ότι ανατριχιάζει και μόνο στη σκέψη.
Αν υπήρχαν αυτιά να ακούσουν και μάτια να βλέπουν, θα ‘θελα να το γνωρίσω παντού αυτό το παιδί.
Όταν άνοιξε το στόμα της κι άρχισε να μου λέει, μάζευα την καρδιά μου απ’ τα πατώματα και πολύ πριν το τέλος της κουβέντας είχα αποφασίσει ότι το κουστουμάκι που θα ‘ραβα δεν ήταν για πούλημα.
«Για δύο πράγματα ζω: για την τέχνη και τα ταξίδια». Αυτή ήταν η πρώτη της κουβέντα. Βλέπετε, η Σταυριάννα είναι ηθοποιός, μόνο που όπως λέει η ίδια είναι…ατάλαντη.
«Δεν είμαι διπλωμάτης και δεν είμαι και ναζιάρα. Είναι κι αυτό έλλειψη ταλέντου...». Με τις μαριονέτες ασχολήθηκε πριν από λίγα χρόνια, χωρίς να έχει δει ποτέ στη ζωή της αντίστοιχο θέαμα. Κι η Μαριλένα; Ας πούμε ότι είναι το παιδί της. «Εμένα; Δε με νοιάζει, όπως και να ‘μαι. Στο Hondo θα πάμε όμως για να πάρουμε βλεφαρίδες για τη Μαριλένα. Εκείνη είναι η femme fatal, εκείνη τους παίζει όλους στα δάχτυλα».
…
Κοιτάζω τα δικά της δάχτυλα και το μυαλό μου τρέχει στην επιδεξιότητα της με τα σκοινιά. Τα ίδια χέρια από μέσα είναι γεμάτα ρόζους και πληγές από το πριόνι και τις βελόνες. Αποκάλυψη: τις κούκλες τις φτιάχνει μόνη της! Σαν χαζό παιδάκι ενθουσιάζομαι, καθώς σκέφτομαι ότι μιλάω με μία απευθείας απόγονο του Τζεπέτο! Με ρωτάει τι σκέφτομαι και εννοείται ότι δεν βγάζω κιχ…
«Λοιπόν, δεν θα με πάρεις για τρελή, αλλά όταν σκεφτόμουν τι κούκλα θέλω να φτιάξω, άκουγα Μάρλεν Ντίτριχ. Έκλεισα τα μάτια μου και φαντάστηκα αυτή τη βαμπ. Σκέφτηκα λοιπόν να τη βγάλω Μαρλέν. Όταν όμως κράτησα για πρώτη φορά τα σκοινιά της και την είδα να ανοίγει τα χέρια της, σα για να χορέψει ζεϊμπέκικο, σκέφτηκα: ετούτη εδώ είναι ελληνίδα. Θα την πούμε Μαριλένα».
Μου λέει πράγματα που μ’ ανατριχιάζουν, που θα ‘καναν πολλά ζωντόβολα του θεάτρου και της τηλεόρασης να ντραπούν, που δεν έχουν καμία σχέση με την τέχνη και το ταλέντο το έχουν ακουστά. Όταν μάθαινε ακόμη να χειρίζεται τις κλωστές, συμμετείχε σε ένα street performing, μαζί με μία συνάδελφο της ηθοποιό.
Η άλλη κοπέλα ανεβασμένη σε ξυλοπόδαρα και η Σταυριάννα μακιγιαρισμένη, ίδια μαριονέτα, δεμένη με κλωστές, «ξυπνούσε» και χόρευε. Σαν μαριονέτα. Στην Ερμού γινόταν πανικός, υπήρχε κόσμος που έμπηγε τα κλάματα. Σχεδόν με πιάνει κατάθλιψη που δεν το είδα κι εγώ αυτό. Ποιες γελοίες παραγγελίες θα ‘ραβα κλεισμένη, ποιος ξέρει σε ποιο ανεκδιήγητο ραφείο και δεν έπαιρνα χαμπάρι…
«Ξέρεις, εκεί τη σεβάστηκα τη Μαριλένα και την πόνεσα. Μετά κατάλαβα ότι, όταν -ας πούμε- κουνάς τις κλωστές έτσι και το πόδι της κούκλας επιμένει να στρίβει αλλιώς, εσύ πρέπει να υπακούσεις την κούκλα και όχι η κούκλα εσένα. Εγώ το παραδέχομαι, ότι η Μαριλένα με οδηγεί και όχι εγώ εκείνη».
…
Οι κουβέντες μας σκορπίζουν από το ένα θέμα στο άλλο. Πότε τη διακόπτω εγώ, πότε εκείνη…Μου λέει ας πούμε για την κατασκευή της κούκλας και η άτιμη το λέει με τέτοιο τρόπο, σαν να το κάνει μπροστά μου. Πως το ξύλο γίνεται άνθρωπος, πως όταν εκείνη κόβεται εδώ κι εκεί από τις στενές σχέσεις με πριόνια και λοιπά εξαρτήματα, σκουπίζει το αίμα πάνω στην κούκλα. Προσπαθεί να μου εξηγήσει το γιατί, αλλά δεν χρειάζεται καθόλου.
«”Έχω φτάσει ως τη γραμμή που παύει η νοσταλγία και η σταγόνα το δάκρυ γίνεται αλάβαστρο από πνεύμα”, αυτό έχω γράψει στο κεφαλάκι της και στην καρδιά της υπάρχει ένα σημείωμα με τις λέξεις “αγάπη, ευτυχία, ειρήνη” και αρκετές σταγόνες αίμα από τις πληγές που μου ‘κανε όταν την έφτιαχνα», μου λέει και σκέφτομαι ότι πιο ταιριαστό σημείο για να πάει να «κάτσει» μια φράση του Λόρκα -που τον βασανίζουν νυχθημερόν σε δραματικές σχολές της πλάκας – δεν θα μπορούσε να βρεθεί.
«Ας πούμε ότι πριν από λίγο καιρό έπρεπε να αλλάξω το λαστιχάκι που συγκρατεί το κεφάλι της. Κάποιος επαγγελματίας θα ‘λεγε “’έλα μωρέ, ένα λαστιχάκι είναι”. Για ‘μένα είναι ολόκληρος πόνος. Κάθομαι, την κοιτάω, πίνω μια γουλιά μπίρα, κάνω δυο τσιγάρα και μετά το παίρνω απόφαση»…
Τη ρωτάω για το πώς έδεσε η μουσική του Ντανιέλ με εκείνη και τα κόλπα της Μαριλένας και μου περιγράφει μια γνωριμία τελείως διαφορετική από τις άλλες, από άλλη εποχή. Εκείνος έπαιζε βιόλα κάπου στην Αθήνα, εκείνη «ξηλωνόταν» για να τον ακούει και κάπως έτσι γίνανε οικογένεια, μια οικογένεια από χορδές, κλωστές και αγάπη.
«Το απίστευτο με τον Ντανιέλ είναι ότι "τζαμάρουμε" μαζί. Υπάρχει ένας βασικός σκελετός, αλλά αυτοσχεδιάζουμε παρέα και αυτό είναι το όμορφο»
…
Τη νύχτα της γνωριμίας μας, μου χάρισε ένα cd του. Το ακούς και κοπανάς κεφάλι που οι κυνηγοί ταλέντων συχνάζουν στη Μύκονο με εξέχοντα σούργελα και αποφεύγουν τους αθηναϊκούς δρόμους. Θα μου πεις, και να τους προτιμούσαν, και πάλι ο ταλαντούχος βιολιστής και συνθέτης θα κέρδιζε την προσοχή τους μόνο αν έγραφε κανά τσιφτετελοποπ σουξέ και απ’ ό,τι βλέπω η Σταυριάννα δεν σκοπεύει να βγάλει τη Μαριλένα στο…κλαρί.
Μου μιλάει για τα μαγαζιά που έχει δουλέψει, για τον κόσμο που ενώ τους αποθεώνει στον δρόμο, έτσι και τους δει σε μαγαζί είναι ικανός να πιάσει τον ιδιοκτήτη και να του πει «τι τους θες αυτούς; Αυτοί δουλεύουν στον δρόμο!». Προφανώς, θα προτιμούσαν έναν τζιτζιφιόγκο μαριονετίστα και έναν αποστειρωμένο μουσικό που αφήνουν κούκλα και βιολί στον τοίχο να σκεβρώνουν και τα ξεκρεμάνε μια φορά το μήνα, για μια στυλιζαρισμένη παράσταση, από δυο ανθρώπους που ακόμη και τις μισές γνώσεις να είχαν, από αυτές που ήδη διαθέτουν, έχουν τέτοια εξοικείωση με την τέχνη τους που φτάνει, περισσεύει και σαν βάλσαμο κάνει καλό σε ψυχές που βρίσκουν καταφύγιο στο περπάτημα.
Και το ωραιότερο, παρά τον τσαμπουκά και το μάτι της που φέρνει στροφές όσες κι η κούκλα; «Υπάρχουν πολύ καλύτεροι από ‘μένα. Εγώ, αν θες, είμαι σε έναν δρόμο που θα μπορούσα να γίνω καλή σ’ αυτό που κάνω».
(Που γεννιούνται αυτοί οι άνθρωποι, μου λες;)
Μου αναφέρει τους δασκάλους της, έναν προς έναν, αλλά μεταξύ μας, καθόλου δεν με νοιάζουν. Μου αρκεί που την έφτασαν μέχρι εδώ, χωρίς να μου τη φθείρουν τόσο, όσο μόνο οι δάσκαλοι ξέρουν να «γδέρνουν» τους μαθητές τους.
Μέχρι να φύγω, την έχω «ληστέψει» κανονικά, την ηθοποιό μου. Έχω γεμίσει το κεφάλι μου με εικόνες από τα ταξίδια της με τον Ντανιέλ στη Φλωρεντία, στα νησιά της άγονης γραμμής, στην επαρχία, από το τυχοδιωκτιλίκι που, όπως μου λέει, έχει η τέχνη της και δεν θέλει να το χάσει κι ας μη γίνει ποτέ φίρμα, είναι γεμάτα τα μάτια μου από τόσες ιστορίες που είδαν τα δικά της στη μέση του δρόμου, σχεδόν αγκαλιά με την κούκλα.
Αν ανεβοκατεβαίνετε αυτό τον υπέροχο δρόμο που βγάζει Θησείο, μα στην Ερμού, μα στην Διονυσίου Αρεοπαγίτου και τους δείτε αυτούς τους τρεις, σταματήστε για λίγο. Μπορείτε να πέσετε σε εκείνο το απίθανο στιγμιότυπο που πάνω στα «σκασίματα» του βιολιού του Ντανιέλ, η Μαριλένα «δέρνει» τη Σταυριάννα επειδή της έριξε μια κλωτσίτσα για να «ξυπνήσει». Ή σε εκείνη την άλλη φάση που το κουκλί κάνει αγάπες στο δοξάρι του Ντανιέλ και κοιμάται μαζί του.
Μη ντραπείτε να βάλετε τα κλάματα και το χέρι σας στην τσέπη. Ίσως να είναι οι μόνοι πλανόδιοι που δεν παίζουν με την ψυχή (και τα νεύρα) σας και υπακούν μόνο στην τέχνη τους. Γι’ αυτό ειδικά – εκτός από το θέαμα που είναι υπέροχο – βάζω υπογραφή όπου θέλετε.
Άσε που αξιώθηκα να δω κούκλα να χορεύει – μιλάμε για χορό, όχι μπαρμπούτσαλα – χωρίς να περιμένω ξάγρυπνη κάτω απ’ τα σκεπάσματα.
ΥΓ1. : Σταυριάννα, σ’ ευχαριστώ για την παρέα και για το ξόδεμα.
ΥΓ2.: Επειδή μου σφύριξαν ότι στο εξής θα δίνουν στίγμα που θα εμφανίζονται, κρατήσετε αυτή τη διεύθυνση http://sites.google.com/site/streetperformanceinathens/ για να κατατοπίζεστε.
«Όταν εσύ κοιμάσαι, οι κούκλες σου σηκώνονται και χορεύουν για να ξεμουδιάσουν. Όσο δεν κοιμάσαι τις αναγκάζεις να μένουν ακίνητες και τις κουράζεις…».
Με κάτι τέτοια καραγκιοζιλίκια και ψεύδη αξίας μισής καραμέλας, η δόλια μάνα (μου) προσπαθούσε να με βάλει για ύπνο. Τα ζαβά υπερκινητικά παιδάκια (σαν κι εμένα) δεν έχουν οδηγίες χρήσεως. Κοιμούνται παντού, όποια ώρα της μέρας, εκτός από το κρεβάτι τους και την ώρα που πρέπει. Όσο για το ψέμα; Τα μισά απ’ τα λιγοστά εγκεφαλικά μου κύτταρα, πρέπει να τα «έκαψα» σ’ εκείνη ακριβώς την ηλικία, απ’ τις αμέτρητες ώρες πονηρού λουφάγματος κάτω απ’ τα σκεπάσματα, παραφυλώντας τις κούκλες να ξεκινήσουν να κυνηγιούνται. Αδύνατον! Οι άτιμες ήταν τόσο έξυπνες που κουτοπόνηρα τσογλανάκια σαν κι εμένα γλάρωναν ξερά, ακριβώς την ώρα που αποφάσιζαν να ξεκουνήσουν το ποδάρι τους για ν’ αρχίσουν τις ανταρσίες μέσα στο κοιμισμένο σπίτι.
Εννοείται ότι ποτέ δεν τις τσάκωσα να χορεύουν βραδιάτικα. Μέχρι φέτος. Δυο φορές. Η πρώτη ήταν τον χειμώνα, κάπου στην Ερμού (κάτι σας είχα κουτσογράψει γι’ αυτό, εδώ: http://koptoraptou.blogspot.com/2008/10/blog-post_19.html ). Η δεύτερη ήταν πριν από λίγες μέρες, στη Διονυσίου Αρεοπαγίτου.
…
Η σιχαμένη ζέστη του Ιουλίου έκλεψε τη λιγοστή δουλειά από το φασονατζίδικο, οπότε ώρες για σκότωμα και περπατούρα, κάργα. Κατηφορίζαμε προς Θησείο με το έτερον δυόμιση να προσπαθεί να μου φτιάξει το ανύπαρκτο κέφι, όταν ξαναπέσαμε πάνω σ’ αυτή την περίεργη «οικογένεια». Η Μαριλένα, η Σταυριάννα και ο Ντανιέλ. Στα χέρια του Ντανιέλ ένα βιολί και στα χέρια της Σταυριάννας, η Μαριλένα. Δεν ξέρω ποιος από τους τρεις είναι πιο ζωντανός, πάντως αν υπάρχει άγιος για τους καλλιτέχνες του δρόμου, να τους έχει και τους τρεις πεντάγερους. Λέω τρεις, γιατί έχω ήδη ξεχάσει ότι η Μαριλένα είναι μαριονέτα, κούκλα δεμένη στη ζωή με σκοινιά, μια ζωή που φυσάει μέσα τους με φόρα η Σταυριάννα.
Το έτερον δυόμιση με σπρώχνει σχεδόν να τους μιλήσω -«ρε ματάκια, τι ντρέπεσαι;»- κι εγώ μισό μέσα μου, μισό έξω μου ψιθυρίζω ότι δεν είναι δυνατόν αυτή η γυναίκα, όταν γυρίζει σπίτι να πετάει την κούκλα σε έναν καναπέ και να ασχολείται με τη φασίνα. Λίγες μέρες αργότερα, ακριβώς κάτω απ’ την Ακρόπολη, με τα αποτσίγαρα μας να κάνουν παρέλαση, μου εξήγησε ότι ανατριχιάζει και μόνο στη σκέψη.
Αν υπήρχαν αυτιά να ακούσουν και μάτια να βλέπουν, θα ‘θελα να το γνωρίσω παντού αυτό το παιδί.
Όταν άνοιξε το στόμα της κι άρχισε να μου λέει, μάζευα την καρδιά μου απ’ τα πατώματα και πολύ πριν το τέλος της κουβέντας είχα αποφασίσει ότι το κουστουμάκι που θα ‘ραβα δεν ήταν για πούλημα.
«Για δύο πράγματα ζω: για την τέχνη και τα ταξίδια». Αυτή ήταν η πρώτη της κουβέντα. Βλέπετε, η Σταυριάννα είναι ηθοποιός, μόνο που όπως λέει η ίδια είναι…ατάλαντη.
«Δεν είμαι διπλωμάτης και δεν είμαι και ναζιάρα. Είναι κι αυτό έλλειψη ταλέντου...». Με τις μαριονέτες ασχολήθηκε πριν από λίγα χρόνια, χωρίς να έχει δει ποτέ στη ζωή της αντίστοιχο θέαμα. Κι η Μαριλένα; Ας πούμε ότι είναι το παιδί της. «Εμένα; Δε με νοιάζει, όπως και να ‘μαι. Στο Hondo θα πάμε όμως για να πάρουμε βλεφαρίδες για τη Μαριλένα. Εκείνη είναι η femme fatal, εκείνη τους παίζει όλους στα δάχτυλα».
…
Κοιτάζω τα δικά της δάχτυλα και το μυαλό μου τρέχει στην επιδεξιότητα της με τα σκοινιά. Τα ίδια χέρια από μέσα είναι γεμάτα ρόζους και πληγές από το πριόνι και τις βελόνες. Αποκάλυψη: τις κούκλες τις φτιάχνει μόνη της! Σαν χαζό παιδάκι ενθουσιάζομαι, καθώς σκέφτομαι ότι μιλάω με μία απευθείας απόγονο του Τζεπέτο! Με ρωτάει τι σκέφτομαι και εννοείται ότι δεν βγάζω κιχ…
«Λοιπόν, δεν θα με πάρεις για τρελή, αλλά όταν σκεφτόμουν τι κούκλα θέλω να φτιάξω, άκουγα Μάρλεν Ντίτριχ. Έκλεισα τα μάτια μου και φαντάστηκα αυτή τη βαμπ. Σκέφτηκα λοιπόν να τη βγάλω Μαρλέν. Όταν όμως κράτησα για πρώτη φορά τα σκοινιά της και την είδα να ανοίγει τα χέρια της, σα για να χορέψει ζεϊμπέκικο, σκέφτηκα: ετούτη εδώ είναι ελληνίδα. Θα την πούμε Μαριλένα».
Μου λέει πράγματα που μ’ ανατριχιάζουν, που θα ‘καναν πολλά ζωντόβολα του θεάτρου και της τηλεόρασης να ντραπούν, που δεν έχουν καμία σχέση με την τέχνη και το ταλέντο το έχουν ακουστά. Όταν μάθαινε ακόμη να χειρίζεται τις κλωστές, συμμετείχε σε ένα street performing, μαζί με μία συνάδελφο της ηθοποιό.
Η άλλη κοπέλα ανεβασμένη σε ξυλοπόδαρα και η Σταυριάννα μακιγιαρισμένη, ίδια μαριονέτα, δεμένη με κλωστές, «ξυπνούσε» και χόρευε. Σαν μαριονέτα. Στην Ερμού γινόταν πανικός, υπήρχε κόσμος που έμπηγε τα κλάματα. Σχεδόν με πιάνει κατάθλιψη που δεν το είδα κι εγώ αυτό. Ποιες γελοίες παραγγελίες θα ‘ραβα κλεισμένη, ποιος ξέρει σε ποιο ανεκδιήγητο ραφείο και δεν έπαιρνα χαμπάρι…
«Ξέρεις, εκεί τη σεβάστηκα τη Μαριλένα και την πόνεσα. Μετά κατάλαβα ότι, όταν -ας πούμε- κουνάς τις κλωστές έτσι και το πόδι της κούκλας επιμένει να στρίβει αλλιώς, εσύ πρέπει να υπακούσεις την κούκλα και όχι η κούκλα εσένα. Εγώ το παραδέχομαι, ότι η Μαριλένα με οδηγεί και όχι εγώ εκείνη».
…
Οι κουβέντες μας σκορπίζουν από το ένα θέμα στο άλλο. Πότε τη διακόπτω εγώ, πότε εκείνη…Μου λέει ας πούμε για την κατασκευή της κούκλας και η άτιμη το λέει με τέτοιο τρόπο, σαν να το κάνει μπροστά μου. Πως το ξύλο γίνεται άνθρωπος, πως όταν εκείνη κόβεται εδώ κι εκεί από τις στενές σχέσεις με πριόνια και λοιπά εξαρτήματα, σκουπίζει το αίμα πάνω στην κούκλα. Προσπαθεί να μου εξηγήσει το γιατί, αλλά δεν χρειάζεται καθόλου.
«”Έχω φτάσει ως τη γραμμή που παύει η νοσταλγία και η σταγόνα το δάκρυ γίνεται αλάβαστρο από πνεύμα”, αυτό έχω γράψει στο κεφαλάκι της και στην καρδιά της υπάρχει ένα σημείωμα με τις λέξεις “αγάπη, ευτυχία, ειρήνη” και αρκετές σταγόνες αίμα από τις πληγές που μου ‘κανε όταν την έφτιαχνα», μου λέει και σκέφτομαι ότι πιο ταιριαστό σημείο για να πάει να «κάτσει» μια φράση του Λόρκα -που τον βασανίζουν νυχθημερόν σε δραματικές σχολές της πλάκας – δεν θα μπορούσε να βρεθεί.
«Ας πούμε ότι πριν από λίγο καιρό έπρεπε να αλλάξω το λαστιχάκι που συγκρατεί το κεφάλι της. Κάποιος επαγγελματίας θα ‘λεγε “’έλα μωρέ, ένα λαστιχάκι είναι”. Για ‘μένα είναι ολόκληρος πόνος. Κάθομαι, την κοιτάω, πίνω μια γουλιά μπίρα, κάνω δυο τσιγάρα και μετά το παίρνω απόφαση»…
Τη ρωτάω για το πώς έδεσε η μουσική του Ντανιέλ με εκείνη και τα κόλπα της Μαριλένας και μου περιγράφει μια γνωριμία τελείως διαφορετική από τις άλλες, από άλλη εποχή. Εκείνος έπαιζε βιόλα κάπου στην Αθήνα, εκείνη «ξηλωνόταν» για να τον ακούει και κάπως έτσι γίνανε οικογένεια, μια οικογένεια από χορδές, κλωστές και αγάπη.
«Το απίστευτο με τον Ντανιέλ είναι ότι "τζαμάρουμε" μαζί. Υπάρχει ένας βασικός σκελετός, αλλά αυτοσχεδιάζουμε παρέα και αυτό είναι το όμορφο»
…
Τη νύχτα της γνωριμίας μας, μου χάρισε ένα cd του. Το ακούς και κοπανάς κεφάλι που οι κυνηγοί ταλέντων συχνάζουν στη Μύκονο με εξέχοντα σούργελα και αποφεύγουν τους αθηναϊκούς δρόμους. Θα μου πεις, και να τους προτιμούσαν, και πάλι ο ταλαντούχος βιολιστής και συνθέτης θα κέρδιζε την προσοχή τους μόνο αν έγραφε κανά τσιφτετελοποπ σουξέ και απ’ ό,τι βλέπω η Σταυριάννα δεν σκοπεύει να βγάλει τη Μαριλένα στο…κλαρί.
Μου μιλάει για τα μαγαζιά που έχει δουλέψει, για τον κόσμο που ενώ τους αποθεώνει στον δρόμο, έτσι και τους δει σε μαγαζί είναι ικανός να πιάσει τον ιδιοκτήτη και να του πει «τι τους θες αυτούς; Αυτοί δουλεύουν στον δρόμο!». Προφανώς, θα προτιμούσαν έναν τζιτζιφιόγκο μαριονετίστα και έναν αποστειρωμένο μουσικό που αφήνουν κούκλα και βιολί στον τοίχο να σκεβρώνουν και τα ξεκρεμάνε μια φορά το μήνα, για μια στυλιζαρισμένη παράσταση, από δυο ανθρώπους που ακόμη και τις μισές γνώσεις να είχαν, από αυτές που ήδη διαθέτουν, έχουν τέτοια εξοικείωση με την τέχνη τους που φτάνει, περισσεύει και σαν βάλσαμο κάνει καλό σε ψυχές που βρίσκουν καταφύγιο στο περπάτημα.
Και το ωραιότερο, παρά τον τσαμπουκά και το μάτι της που φέρνει στροφές όσες κι η κούκλα; «Υπάρχουν πολύ καλύτεροι από ‘μένα. Εγώ, αν θες, είμαι σε έναν δρόμο που θα μπορούσα να γίνω καλή σ’ αυτό που κάνω».
(Που γεννιούνται αυτοί οι άνθρωποι, μου λες;)
Μου αναφέρει τους δασκάλους της, έναν προς έναν, αλλά μεταξύ μας, καθόλου δεν με νοιάζουν. Μου αρκεί που την έφτασαν μέχρι εδώ, χωρίς να μου τη φθείρουν τόσο, όσο μόνο οι δάσκαλοι ξέρουν να «γδέρνουν» τους μαθητές τους.
Μέχρι να φύγω, την έχω «ληστέψει» κανονικά, την ηθοποιό μου. Έχω γεμίσει το κεφάλι μου με εικόνες από τα ταξίδια της με τον Ντανιέλ στη Φλωρεντία, στα νησιά της άγονης γραμμής, στην επαρχία, από το τυχοδιωκτιλίκι που, όπως μου λέει, έχει η τέχνη της και δεν θέλει να το χάσει κι ας μη γίνει ποτέ φίρμα, είναι γεμάτα τα μάτια μου από τόσες ιστορίες που είδαν τα δικά της στη μέση του δρόμου, σχεδόν αγκαλιά με την κούκλα.
Αν ανεβοκατεβαίνετε αυτό τον υπέροχο δρόμο που βγάζει Θησείο, μα στην Ερμού, μα στην Διονυσίου Αρεοπαγίτου και τους δείτε αυτούς τους τρεις, σταματήστε για λίγο. Μπορείτε να πέσετε σε εκείνο το απίθανο στιγμιότυπο που πάνω στα «σκασίματα» του βιολιού του Ντανιέλ, η Μαριλένα «δέρνει» τη Σταυριάννα επειδή της έριξε μια κλωτσίτσα για να «ξυπνήσει». Ή σε εκείνη την άλλη φάση που το κουκλί κάνει αγάπες στο δοξάρι του Ντανιέλ και κοιμάται μαζί του.
Μη ντραπείτε να βάλετε τα κλάματα και το χέρι σας στην τσέπη. Ίσως να είναι οι μόνοι πλανόδιοι που δεν παίζουν με την ψυχή (και τα νεύρα) σας και υπακούν μόνο στην τέχνη τους. Γι’ αυτό ειδικά – εκτός από το θέαμα που είναι υπέροχο – βάζω υπογραφή όπου θέλετε.
Άσε που αξιώθηκα να δω κούκλα να χορεύει – μιλάμε για χορό, όχι μπαρμπούτσαλα – χωρίς να περιμένω ξάγρυπνη κάτω απ’ τα σκεπάσματα.
ΥΓ1. : Σταυριάννα, σ’ ευχαριστώ για την παρέα και για το ξόδεμα.
ΥΓ2.: Επειδή μου σφύριξαν ότι στο εξής θα δίνουν στίγμα που θα εμφανίζονται, κρατήσετε αυτή τη διεύθυνση http://sites.google.com/site/streetperformanceinathens/ για να κατατοπίζεστε.
17 σχόλια:
σου "ληστεύω" την αγάπη του κουκλιού για το δοξάρι και τον ύπνο μαζί του..
φιλιά, καλοκαιρινά..
kalimera
με τόση ζέση που μας μίλησες, δεν υπάρχει περίπτωση να μην τον αναζητήσω! (μπήκα και στο σάιτ του)
όμως εμένα οι μαριονέτες μου φέρνουν μια μελαγχολία ανάμικτη με μια αίσθηση θρίλερ. Κάτι "κακό" μου βγάζουν αυτές οι κούκλες. Όσο δε, πιο γλυκές και πιο συμπαθητικές είναι , τόσο πιο απειλητικές μου φαντάζουν. Το ξέρω, γιατρέ μου, ότι δεν είναι το πιο φυσιολογικό πράγμα στον κόσμο, αλλά αυτά τα σκοινιά που τις κρατούν μου θυμίζουν αγχόνη, ίσως τη δική μου, ίσως πάλι αυτή που εγώ κρατάω για κάποιον άλλο. Απ΄την άλλη παρά τα όσα σου λέω παραπάνω, κολλάω όταν βλέπω μαριονέτες.
Τι να σου πω βρε αγαπημένη βιοπαλαίστριά μου, τι μου έκανες προωινιάτικο ...
καλό καλοκαίρι σου εύχομαι και προσοχή στα ... Ρετάλια, που μας πνίγουν!
σε ασπαζομαι (προσπαθώντας να ξεμπλέξω τα σχοινιά μου)
;)
Πρέπει να σε μάγεψε για τα καλά για να γράψεις τόσο "στρωτό" κείμενο.
Καλημέρες!!!
Nάσαι καλά κοπέλα μου που μας γνώρισες αυτά τα υπέροχα παιδιά. Που μας δείχνουν πόσο λάθος είναι ο δρόμος που έχουμε πάρει.
Καλημέρα!
Απόψε στις 8.30 στην Ερμού.
Υπέροχη ανάρτηση, πολύ τρυφερή...
Πολύ δροσερη στη ζέστη του καλοκαιριού
Τί ωραίο πόστ! Καλημέρες με πολλά λλλλ!
Με σκότωσες προινιάτικα. Ας ειναι. Αξίζει τον κόπο. Κι εσύ και τα παιδιά!Καλημέρα.
Ντρέπομαι που-παρόλο που θα το ήθελα πολύ-δεν τόλμησα να ζήσω έτσι...ελεύθερη και ανέμελη. Να μην με νοιάζει ούτε ο ΑΜΚΑ ούτε ο ΟΑΕΔ ούτε η εφορία. Ποιός είναι η πραγματική μαριονέτα τελικά;
κρατώ το μυστικό σου, κρατώ όλη την γλύκα των λέξεών σου και αφήνω ένα φιλί σε σένα και την κούκλα σου!!!
σήμερα έχουμε υψηλή ραπτική, τέρμα το φασόν!!!
πολύ σε φιλώ, πολύ!!!
Εσένα????
Εσένα σου χει κόψει η δουλιά στο ραφείο οπως λες ???
Τότε κάτι άλλοι τι πρεπει να κανουν ρε Κοπτοραπτούλα???
Κι εγώ άνεργη είμαι καμία σχέση με το δικό σου το επάγγελμα αλλά σου ευχομαι μεσα από την καρδιά μου αυτός ο χειμώνας να σε βρει με τόση δουλιά που να μην προφτένεις να πας ούτε μεχρι το περίπτερο!!!! Πολλά πολλά φιλιά!!!!
Με συγκίνησες ρε! Πολύ σου λέω...ας είναι!
...
φιλιά! με αεράκι δροσερό να καθαρίζει το μέσα μας!
Υπέροχο το ποστ, και η ιστορία πολύ συγκινητική...
καλημέρα κοπτοραπτού μου, είσαι ένα ευαίσθητο παιδί, καταβάθος...
Είναι εύκολο να ...
δώσεις ψυχή στο ξύλο !!!
Το δύσκολο είναι να κάνεις ...
τους ανθρώπους στις μέρες μας να
βουτήξουν το μυαλό τους μέσ' την ψυχή τους ...
Να βγούν μέσα απ' την πανοπλία στην
οποία
έχουν εγκλωβίσει τις ευαισθησίες τους ...
Όσοι φυσικά διαθέτουν !!!
Σε ένα κόσμο που όλα είναι ψεύτικα και εφήμερα έτσι είναι και η τέχνη πια.... Δεν σου αφήνουν επιλογές....
Σε άκουσα. Και πήγα και τους είδα. Και δεν έχω λόγια. Και ΄να γράφεις συχνότερα. Το ακούς;;;;;
Χαρά στο κουράγιο τους! Ποιός ξέρει! Ίσως κάποτε τους συναντήσω..
Καλό Σ/Κ
Ρε κοπελιά μια απορία μοναχά!
Πως καταφέρνεις και ασχολείσε με όλα αυτά τα σκατά της τηλεόρασης και έχεις χώρο στο μυαλο σου και για κάτι αξιόλογο;
Εγώ πάντως δεν αξιώθηκα να τους δω σημερα που κατηφορισα στηνΕρμού.
Ίσωας να έφταιγε η ζέστη. Καληνύχτα και καλή τυχη - που θα έλεγε και η Στάη.
Δημοσίευση σχολίου