Σου ‘λεγε, σου ‘λεγε, σου ‘λεγε και ενώ αρνιόσουν του ‘κατσες. Μια τον λυπήθηκες, δυο τον συμπάθησες, τρεις δεν κρατιόσουν κι ήθελες να τον κουτουπώσεις (ποιον; ΑΥΤΟΝ!).
Ψηστήρι, ράουντ του, διότι είχε σκοπό ο κυριούλης. Εκ νέου στη σχάρα, Νίτσα μου. Ενώ σου τα ‘χε κάνει τόσα, δεν σου καθόταν. «Και το ‘χω και δε στο δίνω», ένα πράγμα και δώστ’ του να σε τηγανίζει, να σε φουντώνει, να ανάβει όλα τα κεριά και να εξαφανίζεται, έτσι για να ΄χεις να θυμάσαι.
Αλλά το χέρι πού το ‘χανες, που το ‘βρισκες, στον κώλο σου ήταν – με συμπαθάς, κιόλας – Νίτσα μου.
Σου ‘ταζε διακοπές, Κυριακές και δείπνα με κεριά, κάπου στο ενδιάμεσο σου ‘σκασε και το στούφο ότι είναι ύπανδρος, αλλά ποτέ δεν ήσουν των δεσμεύσεων και (μου) τσαμπούναγες ότι ο άνθρωπος μετράει και δώσ’ του να σου παπαριάζει το αυτί ότι μαζί θα κάμετε παπάδες και εκεί μπαίνει σε εφαρμογή το σχέδιον «εμπιστοσύνη».
«Εμπιστέψου με», σου ‘λεγε, Νίτσα μου και κόντρα «εμπιστέψου με, είμαι καλός άνθρωπος" και πόσο να θες και εσύ, άνθρωπος είσαι και λύγισες και τον εμπιστεύτηκες.
Και κάμετε δουλειές παρέα, Νίτσα μου, πλην όλων των άλλων, και σου βγαίνει η πίστη, Νίτσαααα, αλλά έχε χάρη που έχεις πειστεί για το όραμα κι ας μην έχει ούτε το πάρκινγκ να πληρώσει, ο ανεπρόκοπος, Νίτσα! Και να σε φουρκίζουν κι οι γύρω γύρω, που τσιφούτη τον ανεβάζουν, αναξιόπιστο τον κατεβάζουν και δε σε φτάνει η καψούρα, η καούρα κι η τρελή δουλειά να πρέπει να τον υπερασπίζεσαι κιόλας, τον μπαγλαμά.
Δεν χρειάζεται να σου πω, Νίτσα μου, ότι το χέρι του δεν έμεινε περιμετρικώς του πισινού σου. Το ένα. Διότι το άλλο χάιδευε και τον πισινό μιας άλλης, ενδεχομένως και τον πισινό μιας τρίτης, αλλά είσαι άνθρωπος προοδευτικός και δεν το ‘καμες θέμα, Νίτσα μου.
Και παραλλήλως δούλευες, εμπιστευόσουν, υπερασπιζόσουν (μωρή χαζή! Τον αγάπησες κιόλας;), αλλά και τυφλή δεν ήσουν, Νίτσα μου, φιλότιμη ήσουν. Έβλεπες, ότι πίσω από το ατσαλάκωτο κολάρο και το i-pad2, τρομάρα του, κρύβεται ο φίδιας ο ίδιος, αλλά μαζευόσουν.
Και βεβαίως, στην πορεία άρχισες να τσινάς, Νίτσα μου. Αυτό το «άλλα λέω, άλλα κάνω κι άλλα εννοώ», ήταν καλό μόνο για τον Μάλαμα. Κι ο φίδιας, Νίτσα μου ήταν και φάλτσος.
Αλλά και πάλι το βούλωνες, Νίτσα μου, γιατί σκεφτόσουν ότι σ’ αυτή την ηλικία, το κεφάλι του «καλού παιδιού»- «εμπιστέψου με», αποκλείεται να έχει σκατά μέσα.
Κάποτε κάποτε, ο «εμπιστέψου με» σου κουβάλησε και μια Γερμανίδα κουμπάρα και έναν Αμερικανό κοντοξάδελφο για να πειστείς ότι είναι άνθρωπος σοβαρός με δικτύωση και φερεγγυότητα. Τάχα μου δήθεν ότι τον έχουν ζητήσει κι απ’ άλλα κράτη και δεν είναι τόσο φίδιας, όσο φαίνεται κι ότι τον εκτιμούν στα εξωτερικά, γιατί είναι και κακοπαθημένος.
(Νίτσα, κάμε το σταυρό σου και να λες καλά που δεν σου κουβάλησε σύζυγο και πεθερά να γνωριστείτε κιόλα!).
Κι ενώ έχεις δώσει και το βρακί σου, Νίτσα μου, ανακαλύπτεις ότι ο «εμπιστέψου με», «κελαηδάει» πιο πολύ κι από το Twitter.
Στους απάνω μαχαλάδες ξέρουν ότι είσαι τεμπέλα, στους κάτω μαχαλάδες ότι είσαι αντροχωρίστρα και τον παρέσυρες και στην πλατεία σε φωνάζουν και πουτανάκι, Νίτσα μου. Χώρια που στη δικιά σου πλάτη, (Νίτσα μου), και δουλίτσες είχε κάμει κι άλλα τόσα ετοιμαζόταν να σκαρώσει και, και, και...
Όπως είναι φυσικό (και άργησες, Νίτσα μου), του ζητάς εξηγήσεις, τα κάνεις γυαλιά – καρφιά, δεν σε φτάνουν τα μάρμαρα του Συντάγματος να ξεθυμάνεις για την ευρύτερη ξεφτίλα κι εκείνος, αίφνης, στο παίζει... Σαρκοζί. «Μιλάτε μου στον πληθυντικό, γιατί είμαι κόρη ναυάρχου».
Και πάλι κορόιδο πιάνεσαι, Νίτσα. «Λες να τον προσέβαλα τον άνθρωπο;», συλλογιέσαι και ξαναβάνεις το κεφάλι κάτω.
Και ενώ σ’ έχει πείσει για το ανώτερον της ράτσας του που του δίνει το δικαίωμα να σε διασύρει, ένα ανοιξιάτικο πρωινό με μπόλικο ήλιο και πρώιμα μυγάκια, αποφασίζει να βάλει χέρι και στη δουλίτσα σου.
Και εκεί (επιτέλους) λαλάς και ξυπνάς, Νίτσα μου। Και τον πετάς έξω, σπρωχτό και σηκωτό και παίρνεις μέτρα και με ρωτάς τι άλλο να κάνεις.
Κράξ’τον, Νίτσα κι όπου τον πετυχαίνεις, κάνε οικονομία στο σάλιο από βραδύς και φτύσε σα να μην υπάρχει αύριο. Κι αυτόν και τους ομοίους του, γιατί όντως η ράτσα είναι μεγάλη κι η γενιά παλιά και έχει βασανίσει σαν κι εσένα, ουουου, πολύ κοσμάκη (Νίτσα).
Και τα καλύτερα, δεν σ’τα ‘πα, Νίτσα μου: Τον έχουν πάρει χαμπάρι, γενικώς. Και τα περί καλού παιδιού, μόνο η Γερμανίς κουμπάρα και ο Αμερικανός ξάδερφος τα «τρώνε» πλέον. Ο καθείς για τους λόγους του.
Άντε, Νίτσαααα! Περαστικά κι άλλη φορά να προσέχεις που ξεστραβώνεσαι! Αυτά τα αγόρια είναι μόνο για τη μαμά τους, ενίοτε και για τη σύζυγο που απολαμβάνει ύπνο βαθύ.
ΥΓ.: Οποιαδήποτε ομοιότητα με πραγματικά πρόσωπα είναι σατανικώς συμπτωματική. Η φωτό επροτιμήθη διότι το ραφείον τρέφει αδυναμίες. Στους άνδρες με γκρι σουρί και στις πρασινάδες και τα... κάγκελα.
5 σχόλια:
Πολύ χαζή αυτή η Νίτσα βρε παιδί μου. Σα Λιντζέρης σε γυναίκα ένα πράμα.
Να της πεις της Νίτσας ότι δεν είναι μόνη ! Είμαστε πολλές εδω στην επικράτεια που πέσαμε θύματα του κυρίου με το κανώ και τις άδεις τσέπες αλλά πλέον είμαστε εφοδιασμένες ! Με αυγά !
Αχ Νίτσα μου... Νίτσα μου πολύ γλέντι η ιστορία.
Νίτσα κοίτα τώρα που έχεις τις μαύρες σου μην κάνεις καμιά κουταμάρα και πας με εκείνον τον ψηλό.
Ξέρεις, εκείνο το Δεξιό το παιδι , που σου προξένευε ο Μπαμπάς και Μαμά σου στην Εκκλησία.
Και αυτός τα ίδια θα σου κάνει...
Εσύ τα έλεγες στην Νίτσα γιατί είσαι έξυπνο και βαρβάτο θηλυκό. Αλλά τι να σου κάνει το έρμο το αγνο το ψυχουλινάκι, που μπορεί και βλέπει το σχεδον αόρατο λουλουδάκι να ξεπροβάλλει μέσα από την μούχλα του παληοσοβά? Αυτή φταίει που είναι πλάσμα "απ'αλλού φερμένο;".
Αυτή όσο και αν μεγαλώσει, κοτσιδάκια θα κάνει τα μαλλιά και θα παίρνει το αρκουδάκι της αγκαλιά για να κοιμηθει. Αυτή είναι η αμυνά της, αυτή και η δύναμη. Πιστεύει τους ανθρώπους γιατι είναι πραγματικά ΒΑΘΕΙΑ ΨΥΧΗ.
Το "Νίτσα" βγαίνει απο το "φωτεινίτσα"; Γιατί είναι φωτεινός ανθρωπος η φίλη σου και στο φως πάντα κολλάνε οι ΣΚΑΤΟΜΥΓΕΣ. Αυτά.
Σταυριανα (και ουχί Σταυριανίτσα, γιατί δεν την φτάνω αύτην την τύπισσα)
Δημοσίευση σχολίου